Οι θρησκευτικές εικόνες, ως αντικείμενα τέχνης με ανεκτίμητη ιστορική αξία, καθώς και οι προσπάθειες για τη συντήρηση και αποκατάστασή τους, παρουσιάζονται στην έκθεση που διοργάνωσε η εταιρεία υψηλής τεχνολογίας Raycap σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, στον χώρο του Σαντιρβάν τζαμί, στην «καρδιά» της πόλης της Δράμας. Η έκθεση, με τίτλο «Διαδρομές εικόνων 17ος – 19ος αι. Τέχνη και Τεχνολογία», διερευνά την τεχνοτροπική και τεχνική ποικιλομορφία των εικόνων που διακινούνταν στον ελληνορθόδοξο χώρο. Μία από τις κύριες προσεγγίσεις είναι οι επιρροές που δέχονταν οι αγιογράφοι που τις φιλοτεχνούσαν, τα υλικά που χρησιμοποιούσαν και οι ανάγκες που κάλυπταν.
Ο χώρος του Σαντιρβάν τζαμί διαμορφώθηκε ανάλογα για την φιλοξενία αυτής της σημαντικής έκθεσης, που αποτελεί συνέχεια της συνεργασίας της Raycap με το Μουσείο Μπενάκη, η οποία μετρά ήδη τρία χρόνια. Οι χιλιάδες επισκέπτες από τη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας έχουν τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν ενδιαφέρουσες θεματικές ενότητες, με σημαντικά εκθέματα και κειμήλια από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη.
Στα εγκαίνια της νέας έκθεσης, που πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της Παρασκευής παρουσία πλήθους κόσμου, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν εικόνες με βυζαντινή και ρωσική τεχνοτροπία. Ένα μέρος της έκθεσης αφιερώνεται στην παρουσίαση του τρόπου συντήρησης των εικόνων. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει, μέσω μεγεθυντικών φακών, λεπτομέρειες που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Η επιμελήτρια της έκθεσης, Αναστασία Δρανδάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης του ΕΚΠΑ, τόνισε ότι «το γεγονός ότι η έκθεση των εικόνων γίνεται μέσα σε ένα οθωμανικό κέλυφος, είναι με κάποιο τρόπο μια αναγωγή σε μια ιστορική πραγματικότητα». Πράγματι, τα έργα αυτά διακινούνταν και παράγονταν, κυρίως, κατά τα οθωμανικά χρόνια.
Οι ενότητες της έκθεσης
Η κ. Δρανδάκη εξήγησε ότι «η έκθεση είναι οργανωμένη σε τέσσερις ενότητες». Η πρώτη αναφέρεται στα κέντρα παραγωγής αυτής της περιόδου, με υποενότητες που περιλαμβάνουν την Κρήτη, τα βενετοκρατούμενα Επτάνησα, τον οθωμανικό χώρο, την Κωνσταντινούπολη, την ηπειρωτική Ελλάδα και τη Ρωσία. «Η επόμενη ενότητα είναι αφιερωμένη στην ιδιωτική ευλάβεια», ανέφερε, προσθέτοντας πως πρόκειται για εικόνες που προορίζονται για ιδιωτικούς χώρους λατρείας και εκφράζουν τις αγωνίες και τις ανάγκες των ανθρώπων.
Η κ. Δρανδάκη τόνισε ότι τέτοια έργα φωτίζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής, σημειώνοντας την παρουσία μικρών ορειχάλκινων προσκυνηταριών, πολλά από τα οποία είναι ρωσικής παραγωγής και κυριολεκτικά «πλημμύρισαν» τα ορθόδοξα σπίτια των Βαλκανίων, κυρίως το 19ο αιώνα.
Η τρίτη ενότητα είναι αφιερωμένη στον διάλογο των διαφορετικών κέντρων παραγωγής με τη Δύση. Η επιστημονική σύμβουλος του Μουσείου Μπενάκη τόνισε ότι «υπήρχαν διαρκείς επαφές με κέντρα της δυτικής Ευρώπης, γεγονός που μπολιάζει την τέχνη στον Ορθόδοξο πληθυσμό».
Η τεχνολογία της συντήρησης των εικόνων
Ο συντηρητής έργων του Μουσείου Μπενάκη, Βασίλης Πασχάλης, αναφέρθηκε στην προσπάθεια που καταβάλλεται ώστε οι επισκέπτες να κατανοήσουν την τεχνολογία και τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των εικόνων. Στον χώρο του Σαντιρβάν τζαμί, οι επισκέπτες έχουν πρόσβαση σε ενημερωτικά βίντεο και ένα μικροσκόπιο για να δουν λεπτομέρειες της συντήρησης των έργων.
Ο κ. Πασχάλης ανέφερε επίσης ότι η ρωσική τέχνη ακολούθησε αυστηρά τη βυζαντινή μέχρι τον 17ο – 18ο αιώνα, ενώ μετά άρχισε να διαφοροποιείται. Ορισμένες ρωσικές εικόνες, όταν πωλούνταν σε Έλληνες Ορθοδόξους, υπέκειντο σε αλλαγές, καθώς οι ρωσικές επιγραφές σβήνονταν και ξαναγράφονταν με το ελληνικό αλφάβητο.
Η έκθεση «Διαδρομές εικόνων 17ος – 19ος αι. Τέχνη και Τεχνολογία» θα παραμείνει ανοιχτή για το κοινό μέχρι τις 21 Απριλίου, με δωρεάν διανομή ενός καλαίσθητου οδηγού της έκθεσης σε όλους τους επισκέπτες.
Η ιστορία του Σαντιρβάν τζαμί
Το πετρόχτιστο κτίσμα στο κέντρο της Δράμας, που αποτελεί ένα παλίμψηστο της πρόσφατης ιστορίας της πόλης, ήταν οθωμανικό τέμενος, με τον μιναρέ του να χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ανακαινίστηκε το 1806 και παρέμεινε ως τέμενος μέχρι το 1922. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, φιλοξένησε οικογένειες προσφύγων έως το 1927 και από τότε έως το 1981, ήταν ο χώρος έκδοσης της τοπικής εφημερίδας «Θάρρος». Το 1983 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο αλλά υπέστη καταστροφή στην πορεία των χρόνων.
Το 2012, αγοράστηκε από την εταιρεία Raycap, η οποία αποκατέστησε πλήρως το μνημείο και το μεταμόρφωσε σε χώρο πολιτισμού.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ