Σκαφτές κιθάρες φτιαγμένες από μονοκόμματο ξύλο, μισομπούζουκα, μπαγλαμαδάκια- γόνατα, μαντολίνα και άλλα μικρά όργανα, πήραν σχήμα και ζωή από έναν 53χρονο από το Πολύκαστρο Κιλκίς. Ο ίδιος είναι και η «ψυχή» του συγκροτήματος «Αστρολάβοι», το οποίο έχει στο ενεργητικό του τραγούδια που παίζονται με τα συγκεκριμένα χειροποίητα όργανα.
Ο Βασίλης Ιωαννίδης είναι δημόσιος υπάλληλος, αλλά στον ελεύθερό του χρόνο αναζητά σπάνια είδη ξύλου, τα οποία μετατρέπει σε μουσικά όργανα. «Όλα τους έχουν έναν δικό τους ιδιαίτερο ήχο. Δεν είναι φάλτσα, αλλά ο ήχος τους διαφέρει από των αντίστοιχων του εμπορίου», λέει, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
Τα τρία μέλη των «Αστρολάβων» δεν αποζήτησαν ποτέ να μπουν στη δισκογραφία, παρόλο που από το 1995 έχουν γράψει περισσότερα από πεντακόσια τραγούδια κι έχουν μελοποιήσει Έλληνες ποιητές. Αυτό που τους ικανοποιεί περισσότερο είναι οι ζωντανές εμφανίσεις τους, όπως και το να γράφουν στίχους για άστρα, φεγγάρια, πλανήτες και ήλιους μακρινούς. «Έτσι προέκυψε και το όνομα του συγκροτήματος. Την περίοδο που αποφασίσαμε να το ιδρύσουμε, μελετούσαμε αστρονομία», θυμάται ο κ. Ιωαννίδης.
Αστρονομία, μουσική και το ξύλο, είναι οι μεγάλες αγάπες του Βασίλη Ιωαννίδη, τις οποίες κατάφερε να «παντρέψει» ευχάριστα, αξιοποιώντας το ταλέντο του στις κατασκευές. Τα ξύλα που χρησιμοποιεί έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, τα δικά τους σχέδια, τα δικά τους χρώματα, ακόμη και …αρώματα. «Το παντούκ, ένα είδος μαονιού, μυρίζει σαν λουλούδι, όπως και το αγαπημένο μου είδος, ο κέδρος, που όταν τον κόβω μοσχοβολάει το εργαστήρι μου για μέρες», αναφέρει.
Αυτή η μυρωδιά ήταν που γοήτευε τον Βασίλη Ιωαννίδη από τα παιδικά του χρόνια, γι’ αυτό κι όταν «χανόταν», η μητέρα του τον έβρισκε στο ξυλουργείο της γειτονιάς, να παρατηρεί τη διαδικασία μεταμόρφωσης του αγαπημένου του υλικού. Με το πρώτο μαχαιράκι που έπιασε στα χέρια του, κατασκεύασε ένα καραβάκι. Του άρεσε το αποτέλεσμα και γι’ αυτό αγόρασε σκαρπέλα και άλλα εργαλεία πελεκήματος και ανακάλυψε πολλές μορφές που μπορούσε να πάρει το ξύλο, από σκαλιστές επιγραφές, έπιπλα, διακοσμητικά αντικείμενα και διάφορα παιχνίδια. «Η πρώτη μου επαφή με την ξυλογλυπτική έγινε όταν ήμουν είκοσι ετών. Ψάχνοντας τρόπους να ξεγελάσω το σκοτάδι στο κέντρο της ύπαρξής μου, επέλεγα να φτιάχνω πράγματα. Λίγα χρόνια αργότερα, αυτό που με μάγεψε ήταν η σβούρα, που θεωρώ ότι είναι η μικρογραφία του φυσικού κόσμου», τονίζει στο Πρακτορείο FM.
Τη μεγάλη του συλλογή από σβούρες διαρκώς την ανανεώνει, διότι τις περισσότερες απ’ αυτές τις δωρίζει σε φίλους και γνωστούς. Όταν θέλει να προσθέσει μια «πινελιά χρώματος δεν τις βάφει, αλλά κόβει σε κυλίνδρους διαφορετικά έγχρωμα ξύλα, τα οποία ενώνει και τα περνά σε μία καβίλια που λειτουργεί ως άξονας, πάνω στον οποίο περιστρέφεται η σβούρα. Ξύλα όπως το κατακόκκινο παντούκ, το καφέ της αμερικάνικης καρυδιάς, το γκρι από την αντίστοιχη ελληνική ποικιλία. Επιλέγει ακόμη τον έβενο, που είναι κατάμαυρος σαν πίσσα, τον ινδονησιακό παλίσανδρο, που είναι κυρίως μοβ, αλλά υπάρχει επίσης σε καφέ ή μαύρο. Όταν αναζητά ένα ξύλο αντοχής, αυτό είναι το βραζιλιάνικο αζομπέ ή το αφρικάνικο κοκομπόλο, ενώ χαρακτηρίζει ως ομορφότερο το ξύλο της ελιάς, λόγω του σχήματος που κάνουν τα νερά στο εσωτερικό του κορμού της.
Βαρβάρα Καζαντζίδου
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο φωτογράφος Δημήτρης Παρίδης