Μία συγκλονιστική ομιλία πραγματοποίησε ο Νίκος Κωνσταντινίδης, εκπαιδευτικός – συγγραφέας, ένας εκ των ομιλητών της εκδήλωσης που διοργάνωνε η Επιτροπή Πρωτοβουλίας, το απόγευμα της Παρασκευής 19 Ιουνίου 2020, για δεύτερη συνεχή χρονιά, να ανακηρυχθούν τα Απολυμαντήρια Καλαμαριάς, ως Τόπος Ιστορικής Μνήμης και να δημιουργηθεί ένα μουσείο.
Στην ομιλία του ο Νίκος Κωνσταντινίδης, ανέφερε:
Με πόνο στην ψυχή, κι αφήνοντας πίσω προγονικούς τάφους και σπίτια που έχτισαν με αίμα, με τα χέρια άδεια, και στην καρδιά μια στάλα ελπίδα, διωγμένοι και κυνηγημένοι οι πρόσφυγες, πήραν το δρόμο, με κάθε μέσο, για να έρθουν στην πατρίδα. Στην Ελλάδα που δεν γνώρισαν από κοντά, αλλά την είχαν πάντα φυλαχτό στην ψυχή τους.
Φάλαγγες όλων των ηλικιών κατευθύνονταν στους σταθμούς των τρένων και στα λιμάνια της Μαύρης θάλασσας, να επιβιβαστούν στα πλοία και να πάρουν το δρόμο της σωτηρία τους. Η χαρά του ερχομού και η πίκρα του ξεριζωμού συνέθεταν μια παράξενη εικόνα χαρμολύπης.
Στη φυγή τους για την Ελλάδα βίωσαν στιγμές που χαλυβδώνουν τον άνθρωπο, και στιγμές που τον κάνουν εύθραυστο σαν λαμπογυάλι.
Έζησαν βράδια ψυχρά και χαράματα νοτισμένα. Σύρθηκαν πάνω στης ψυχής τους τις χορδές, μάτωσαν, πόνεσαν, αλλά τ’ άντεξαν όλα, καθώς οι ψυχές τους ήταν βαθύτερες από τις πληγές τους.
Στην πορεία τους για την πατρίδα μέτρησαν τη ζωή με τις αισθήσεις τους. Έκαψαν ελπίδες κι άναψαν νέες, για να φωτίσουν τη στράτα του ερχομού τους.
«Ας πάμε ‘ς σην Ελλάδαν και ας αποθάνουμ’ εκέσ’» έλεγαν.
Ένα από τα λιμάνια της άφιξής τους ήταν και η Καλαμαριά με τα απολυμαντήρια της. Εξήντα θάλαμοι σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, στερεωμένοι πάνω σε ξύλινους πασσάλους, μισό περίπου μέτρο από το έδαφος, με στέγη καλυμμένη από πισσόχαρτο, ήταν τα λεγόμενα απολυμαντήρια.
Πρόχειρα, ξύλινα παραπήγματα, κατασκευασμένα το έτος 1916, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις ανάγκες των συμμαχικών στρατευμάτων.
Κι ήταν αυτά, που από το 1918 και μετά, αποτέλεσαν χώρο εγκατάστασης και καραντίνας εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τον Πόντο, τον Καύκασο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Ο τόπος στον οποίο βρισκόμαστε σήμερα επιλέχτηκε ως τόπος αποβίβασης και καραντίνας, γιατί απείχε από το κέντρο της Θεσσαλονίκης και γιατί δεν υπήρχε κίνδυνος της μετάδοσης νόσων.
Επιπλέον, εδώ υπήρχαν οι βασικές στεγαστικές υποδομές και οι χώροι για την απολύμανση των προσφύγων.
Οι αφηγήσεις των προγόνων μας, που πέρασαν από τα απολυμαντήρια αποδεικνύουν από μόνες τους, πόσο σκληρή ήταν η διαδικασία της απολύμανσης.
Η ανάγκη όμως να περάσουν από αυτήν, ήταν επιβεβλημένη, για να μη μεταδοθούν οι μολυσματικές ασθένειες στο ντόπιο πληθυσμό της πόλης.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι συνθήκες ζωής στα απολυμαντήρια ήταν μαρτυρικές. Το κρύο έσπαγε κόκαλα. Ο Βαρδάρης έμπαινε στις παράγκες από τις τρύπες και με ριπές απανωτές μαστίγωνε τους πρόσφυγες. Οι τοίχοι και το πάτωμα είχαν παντού χαραμάδες, απ’ όπου έμπαιναν ποντίκια και μικρά ερπετά.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά παρέδιδαν τα ρούχα τους, πριν μπουν στον κλίβανο. Ύστερα πήγαιναν κάτω από το ντους για λούσιμο, με ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι. Μόλις τελείωνε η πρώτη φουρνιά, συνέχιζε η δεύτερη, ύστερα η τρίτη κ.ο.κ.
Εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του κλιβάνου, πολλά από τα ρούχα τους καταστρέφονταν. Ενώ το κούρεμα για τις γυναίκες, ήταν μια οδυνηρή διαδικασία, καθώς έχαναν ένα από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά της γυναικείας φύσης τους.
Μετά την απολύμανση ακολουθούσε η καραντίνα σε θαλάμους και σκηνές, στην παρακείμενη περιοχή, όπου οι πρόσφυγες έμεναν κλεισμένοι για ένα χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα της απομάκρυνσης.
Ο εξανθηματικός τύφος και η δυσεντερία, που ήταν σε έξαρση τότε, θέριζαν τους πρόσφυγες κατά δεκάδες. Όπου έπεφτε το μάτι σου, έβλεπες γέρους και νέους να σέρνονται αδύναμοι.
Μικρά παιδιά με φωνή ραγισμένη να ψάχνουν τους γονείς τους. Να ζητούν ένα χέρι να πιαστούν και μια αγκαλιά να κουρνιάσουν. Και βρέθηκαν χέρια που τα κράτησαν και καρδιές που τα ένιωσαν σαν να ήταν δικά τους.
Η περιοχή γύρω από τα λοιμοκαθαρτήρια γέμισε με τάφους. Η ζωή για χιλιάδες πρόσφυγες, για τους εξαντλημένους και τους εξαθλιωμένους, για τους ηλικιωμένους και τα αδύναμα μικρά παιδιά, τελείωσε στην Καλαμαριά.
Όλους αυτούς τους μνημόνευσε η ποντιακή μούσα με τα πιο λυπητερά της δίστιχα όπως:
«Και τ’ έρημον το Καραπουρνούν, και τριγύλ’-τριγύλ’ ταφία, ανοίξτε και τερέστ’ ατά, όλα Καρσί’ παιδία».
Σύμφωνα με τον Γρηγόρη Τηλικίδη, πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου και μετέπειτα βουλευτή του νομού Πέλλας, από τους Καυκασίους που ήρθαν στην Ελλάδα, πέθαναν στην Καλαμαριά περίπου 22.000.
Ο τόπος στον οποίο βρισκόμαστε είναι τόπος ιερός. Είναι τόπος προσφυγικός. Είναι σταθμός κι αφετηρία για χιλιάδες πρόσφυγες.
Στο χώρο αυτό που πατούμε οι έννοιες της μνήμης και του μνήματος είναι συνώνυμες, με το όνομα κάθε Έλληνα πρόσφυγα. Σε τούτο το χώρο «η μνήμη όπου κι αν την αγγίξεις πονεί», θα έλεγε ο ποιητής.
Αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός, ότι η σημερινή δημοτική αρχή της Καλαμαριάς υιοθέτησε την πρόταση της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας», για την ανακήρυξη των «Απολυμαντηρίων σε τόπο Ιστορικής Μνήμης», με την ανέγερση προσφυγικού μνημείου, αφιερωμένου στη μνήμη των προσφύγων από τον Καύκασο, τη Ρωσία, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρασία.
Προς την κατεύθυνση αυτή καλούνται να εργαστούν ο οργανωμένος ποντιακός ελληνισμός, η τοπική αυτοδιοίκηση και η Πολιτεία, έτσι ώστε να αναπαυθούν οι ψυχές των προσφύγων προγόνων μας και να διαφυλαχτεί η ιστορική τους μνήμη.
Πηγή: eidisis.gr