Χιλιάδες κουμπιά, πολύχρωμες δαντέλες, φερμουάρ και τρέσες “αγκαλιάζουν” την καθημερινότητα του Δημήτρη Αναστασιάδη, από όταν ήταν μικρό παιδί. Στη στοά Μακρίδη (πρώην στοά Καράσσο), στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, ο παππούς του, πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, άνοιξε το κατάστημα με «είδη μόδας», τα οποία μέχρι σήμερα, συντηρούν τρεις γενιές της οικογένειάς του.
Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις που περνούν στην τρίτη γενιά είναι ελάχιστες και, όπως περιγράφει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δημήτρης Αναστασιάδης, με μεγάλη δυσκολία ο ίδιος και ο αδελφός του προσπαθούν να συντηρήσουν τη δική τους επιχείρηση με αξεσουάρ μόδας και ραπτικής. «Παιδευόμαστε για να βγάλουμε τα προς το ζην, όταν στο παρελθόν γινόταν χαμός και εδώ δεν μπορούσες να περάσεις. Ο παππούς μου ήρθε από την Μικρά Ασία, δημιούργησε την επιχείρηση, είχε όρεξη δούλεψε σκληρά και τα κατάφερε, συνεχίστηκε η ιστορία μας. Παλιά από αυτή την επιχείρηση μεγάλωναν άνετα την οικογένεια τους και τώρα ζοριζόμαστε πολύ» λέει.
Ο νεαρός επιχειρηματίας έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήταν πάντα προσγειωμένος και αυτό που ήθελε ήταν να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση. «Από τα 15 μου είμαι εδώ, γνώριζα ότι θα συνεχίσω την επιχείρηση του πατέρα μου. Ήταν μια φυσική συνέχεια της οικογενείας, ειδικά με την κρίση, που ήταν δύσκολο να ανοίξεις τα φτερά σου, οπότε ήσουν αναγκασμένος να ακολουθήσεις μια πεπατημένη. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Έχω περάσει τη ζωή μου εδώ, συνεχίζω να την περνάω και ελπίζω να συνεχίσω για καιρό ακόμα» εκμυστηρεύεται.
Σχολιάζοντας τα χρόνια της κρίσης είπε πως: «Είναι δύσκολα αλλά ελπίζω να αλλάξει η κατάσταση, ρόδα είναι και γυρίζει, πάντα υπήρχαν σκαμπανεβάσματα στην αγορά, ακόμα και μικρός άκουγα τους γονείς να λένε “πότε σύκα πότε μήλα”. Πιστεύω ότι πιάσαμε πάτο και θα ανέβουμε. Σε σχέση με τις καλές εποχές, έχουμε μείωση του κέρδους πάνω από το 65%. Αναγκαζόμαστε και εμείς να βάλουμε νερό στο κρασί μας, ρίχνουμε τις τιμές, αφομοιώνουμε τον ΕΝΦΙΑ, τα πάντα, καθώς δεν μπορεί να έρθει να ψωνίσει ο Έλληνας».