Η διαχείριση της επικοινωνίας σε περίπτωσης βιολογικής ή χημικής απειλής σε βάρος ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας εξετάστηκαν στο 4ο εργαστήριο εργασίας (workshop) του Πακέτου 7 του Ευρωπαϊκού Προγράμματος EU JA TERROR με θέμα «Οδηγίες για την ανθεκτικότητα και συνοχή της κοινωνίας και της κοινότητας σε περιστατικά ηθελημένης απελευθέρωσης βιολογικού, ή και χημικού παράγοντα», το οποίο πραγματοποιήθηκε το πρωί σε αίθουσα του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Στο Πακέτο 7 – Risk and Crisis Communication (Ιnternal and Εxternal) ερευνάται η έγκαιρη και έγκυρη επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων φορέων διαχείρισης και αντιμετώπισης κρίσεων, με σκοπό την ενίσχυση της ετοιμότητας και της απόκρισης όλων των εμπλεκόμενων φορέων σε περιστατικά «ηθελημένης απελευθέρωσης βιολογικών, ή και χημικών παραγόντων» για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Σκοπός του 4ου εργαστηρίου WP7- EU JA TERROR ήταν η συζήτηση και η καταγραφή των καίριων σημείων πληροφόρησης και επικοινωνίας με τον γενικό πληθυσμό, σε επιθέσεις ηθελημένης απελευθέρωσης βιολογικού ή χημικού παράγοντα, με την ενεργή συμμετοχή όλων των αρμόδιων και εμπλεκόμενων φορέων διαχείρισης και αντιμετώπισης κρίσεων, όπως οι συνεργάτες του προγράμματος – φορείς δημόσιας υγείας κρατών της ΕΕ και του ΕΟΧ και ελληνικοί φορείς διαχείρισης κρίσεων, όπως η Πολιτική Προστασία, η Πυροσβεστική, το ΕΚΑΒ, το Υπουργείο Υγείας, το Γενικό Χημείο του Κράτους, η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας κ.α., τοπικές διοικητικές και κοινωνικές αρχές στην Βόρεια Ελλάδα, καθώς και ο τοπικός Τύπος.
Στο workshop του συγκεκριμένου εργαστηρίου δόθηκε η δυνατότητα να έρθουν πιο κοντά στην επικοινωνία τους οι αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς, που διαχειρίζονται τέτοια περιστατικά και να ανταλλάξουν απόψεις. Τα συμπεράσματα των εργασιών του workshop θα ενσωματωθούν σε πρόταση – δράσης προς την ΕΕ.
Κρίσιμης σημασίας η συνεργασία των εμπλεκόμενων υπηρεσιών
Στη διαδικτυακή παρέμβαση της η γενική γραμματέας Δημόσιας Υγείας Φωφώ Καλύβα υπογράμμισε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος της χώρας μας σε μία κοινή ευρωπαϊκή δράση, που έχει να κάνει με την αντιμετώπιση τέτοιου είδους απειλών, αλλά είναι επίσης σημαντική η συμμετοχή της χώρας μας σε τέτοιες πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη και απόκτηση τεχνογνωσίας, εμπειρίας, με τη δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων, όπως είναι Πολιτική Προστασία, οι εμπλεκόμενοι φορείς, και οι υπηρεσίες Υγείας.
«Η εμπλοκή και η συνεργασία όλων αυτών των υπηρεσιών είναι πάρα πολύ σημαντική για τρεις λόγους, για την εκτίμηση κινδύνου, τη διαχείριση κινδύνου και τη διαχείριση της επικοινωνίας, κάτι που διαφάνηκε πάρα πολύ ως ανάγκη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς η γνώση αυτών των παραμέτρων συμβάλλει καίρια στην αντιμετώπιση και διαχείριση τέτοιων περιστατικών, αυτό ακριβώς τόνισε και η γενική γραμματέας στην εισήγησή της», ανέφερε ο Συντονιστής του Πακέτου Εργασίας 7 (WP7) EU JA TERROR, διευθυντής ηλεκτρονικής υγείας του ΕΟΔΥ, Δημήτρης Ηλιόπουλος.
Ο κ. Ηλιόπουλος εξήγησε σε ποιες απειλές αναφέρεται το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, λέγοντας: «Όταν αναφερόμαστε σε βιολογική απειλή εννοούμε μικροοργανισμούς, είτε αυτοί είναι βακτήρια, όπως είναι ο άνθρακας, ή κάποιες τοξίνες, ή πιθανόν ένας ιός του αναπνευστικού, όπως μπορεί να είναι πχ η γρίπη των πτηνών, είτε κάποιοι ιοί, οι οποίοι μπορεί να είναι μεταλλαγμένοι, ή έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα, ώστε να αποτελέσουν βιολογική απειλή. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και γενικές απειλές, κάποιοι χημικοί παράγοντες, όπως είναι, για παράδειγμα, τα αέρια νεύρων, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν εσκεμμένα, προκειμένου να πλήξουν το κοινό. Ένα τέτοιο περιστατικό, ενδεικτικά, είχαμε το 1995 στο μετρό στο Τόκιο της Ιαπωνίας, όπου είχε χρησιμοποιηθεί από μία τρομοκρατική οργάνωση αέριο νεύρων, με αποτέλεσμα να έχουμε θύματα και πολλά άτομα εκτεθειμένα στο αέριο σαρίν».
Ο κ. Ηλιόπουλος υπογράμμισε ότι υπάρχουν διάφορα πακέτα εργασίας και ο ΕΟΔΥ συμμετέχει ως επικεφαλής στο πακέτο εργασίας που αφορά τη διαχείριση της επικοινωνίας σε τέτοια περιστατικά.
«Το πρόγραμμα αυτό έχει οκτώ πακέτα εργασίας -τέσσερα κλασικά πακέτα εργασίας και τέσσερα επιστημονικά πακέτα. Άλλα αφορούν την ετοιμότητα και την απόκριση των φορέων, που εμπλέκονται στο τέτοια περιστατικά, άλλα την ανάπτυξη της συνεργασίας αυτών των φορέων μέσω συγκεκριμένων συγκεκριμένων ασκήσεων και άλλα την επικοινωνία», είπε ο κ. Ηλιόπουλος.
«Το πακέτο εργασίας, στο οποίο ηγείται ο ΕΟΔΥ έχει να κάνει με τις αρχές επικοινωνίας και προτείνει έναν “οδηγό επικοινωνίας”, που για πρώτη φορά αναπτύσσεται στη χώρα μας και σε επίπεδο ευρωπαϊκό και το όποιο αφορά στην καλύτερη συνεργασία στο επικοινωνιακό επίπεδο, τόσο των εμπλεκόμενων φορέων, όσο και στη σωστή διαχείριση και μεταδοση της πληροφορίας προς το κοινό», είπε ο κ. Ηλιόπουλος και κατέληξε: «Για αυτόν το λόγο θα βγουν και οδηγίες, οι οποίες θα αφορούν στη μύηση, την εκπαίδευση του κοινού σε τέτοια περιστατικά, ώστε αν συμβεί κάτι να μπορέσουν να ανταποκρίνονται καλύτερα και να μπορούν καλύτερα να ακούν τις οδηγίες που θα δίνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Τα συμπεράσματα του συνεδρίου προωθούνται μέσω των συντονιστών του προγράμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από εκεί και πέρα δίνεται η δυνατότητα σε όλα τα κράτη- μέλη να τα χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, Νίκος Παναγιώτου υπογράμμισε ότι στόχος της σημερινής ημερίδας ήταν «ουσιαστικά να συζητήσει και να αναδείξει ζητήματα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια κρίσεων και σημαντικών περιστατικών απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής».
«Εμείς ως Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας συμμετέχουμε και συνεισφέρουμε στη συνάντηση αυτή, που στόχο έχει να φέρει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να συζητήσουν και να συμβάλλουν σε αυτό το οποίο αναπτύσσεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σε πρωτόκολλα επικοινωνίας, κατά διάρκεια κρίσιμων περιστατικών», υπογράμμισε ο κ. Παναγιώτου και πρόσθεσε: «Η συνάντηση αυτή έχει ιδιαίτερο και σημαντικό ενδιαφέρον, πρώτον γιατί γίνεται στη Θεσσαλονίκη, οπότε υπάρχει διάχυση της γνώσης και δεύτερον, επειδή είναι ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα συνεργασίας όλων των εθνικών οργανισμών δημόσιας υγείας της Ευρώπης, που ουσιαστικά στόχο έχουν να αναπτύξουν αυτά τα πρωτόκολλα ασφαλείας και να τα μοιραστούν με τις υπόλοιπες υπηρεσίες. Εμείς, ως πανεπιστήμιο και ως εργαστήριο, συνεισφέρουμε στην προσπάθεια αυτή, αναδεικνύοντας τα ζητήματα και την εμπειρία που έχουμε σε τέτοια θέματα».
Φ.Γ.