Για πρώτη φορά σε μια βάση δεδομένων βρίσκονται συγκεντρωμένες όλες οι κριτικές και τα δημοσιεύματα, περίπου 3.000 στο σύνολό τους, από 320 παραστάσεις αρχαίου δράματος που δόθηκαν στην Ελλάδα την εικοσαετία 1975-1995 από ελληνικούς και ξένους θιάσους. Την ηλεκτρονική βάση δεδομένων δημιούργησε μια ερευνητική ομάδα του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ αποτελούμενη από τον Ευθύμη Καλτσούνα, την Τώνια Καράογλου και τη Ναταλί Μηνιώτη, με ακαδημαϊκή σύμβουλο την Ελένη Παπάζογλου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας, Θεωρίας και Πρόσληψης του Αρχαίου Δράματος, Τμήμα Θεάτρου, ΑΠΘ. Το έργο «Κοινόχρηστη αρχαιογνωσία και Παραστάσεις Αρχαίου Δράματος 1975-1995: Εξεικονίσεις της Αρχαιότητας στον Τύπο, από τη Μεταπολίτευση έως την Αναδιαμόρφωση του Βαλκανικού Χάρτη», που ολοκληρώθηκε στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, αποδελτίωσε τις θεατρικές κριτικές και τα λοιπά δημοσιεύματα σχετικά με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, που εμφανίστηκαν στο διάστημα αναφοράς. Τα ψηφιοποιημένα δημοσιεύματα έχουν οργανωθεί σε μια βάση δεδομένων ελεύθερης πρόσβασης.
«Η δημιουργία ηλεκτρονικών αποθετηρίων ανοικτής πρόσβασης σε ψηφιακό επιστημονικό περιεχόμενο, μας εισάγει σε μία νέα εποχή στην οποία προκύπτει η ανάγκη μεγιστοποίησης της διάχυσης της γνώσης. Μία γνώση η οποία αφενός διατηρείται και αφετέρου γίνεται προσβάσιμη, τόσο στο ευρύ κοινό, όσο και στην ερευνήτρια και τον ερευνητή του μέλλοντος», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στράτος Στυλιανίδης, αντιπρύτανης Έρευνας και Διά Βίου Εκπαίδευσης ΑΠΘ. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο εργαλείο μπορεί να δώσει πολύ περισσότερες δυνατότητες στους φοιτητές και τις φοιτήτριες των τμημάτων Θεάτρου, καθώς όπως εξηγεί η κ. Παπάζογλου, «είναι πολλές οι διπλωματικές εργασίες που ασχολούνται με το θέμα της πρόσληψης του αρχαίου δράματος μέσα από τον Τύπο».
Η κρίσιμη και ενδιαφέρουσα δεκαετία του ’80
Το πρόγραμμα διερεύνησε τους όρους πρόσληψης της Αρχαιότητας στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (από τη Μεταπολίτευση, έως στην ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ, και από εκεί έως τον απόηχο του “Μακεδονικού”), με κύριο άξονα τη δημοσιογραφική και κριτική πρόσληψη των παραστάσεων αρχαίου δράματος, οι οποίες σε αυτήν την περίοδο πολλαπλασιάζονται και κατακτούν το μαζικό κοινό.
«Η δεκαετία του ’80 ήταν μια κρίσιμη και ενδιαφέρουσα δεκαετία καθώς στο αρχαίο δράμα καλλιεργήθηκε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα η διασύνδεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό και την τραγωδία», σημειώνει η κ. Παπάζογλου, εξηγώντας ότι η πιο κρίσιμη «μετακίνηση» της εποχής ήταν «από μια αρχαιότητα με χιτώνα και χλαμύδα, εικόνα που μετά το ’75 αρχίζει να φθίνει, στην ανάδυση της ιδέας του λαού ως θεματοφύλακα του έθνους».
Εκτός από τη σχέση του λαϊκού πολιτισμού με το αρχαίο δράμα, η δεκαετία του ’80, ήταν ενδιαφέρουσα και όσον αφορά την κριτική. «Την εποχή αυτή η κριτική ειδικά στο αρχαίο δράμα, αποτύπωνε την αντίδραση του θεατή, αλλά και διαμόρφωνε την πρόσληψή του», σημειώνει και θυμίζει ότι εκείνην την περίοδο υπήρχαν κριτικοί θεάτρου που έγραφαν σε εφημερίδες με πολύ μεγάλες κυκλοφορίες κι έτσι η κριτική αποτελούσε κρίσιμο διαμεσολαβητή ανάμεσα στον θεατή και την παράσταση. «Τότε όλοι περίμεναν να δουν τι θα γράψουν μετά την πρεμιέρα», θυμίζει η κ. Παπάζογλου.
Η πολύπαθη χρηματοδότηση των ανθρωπιστικών επιστημών
Η ερευνητική ομάδα ευελπιστεί σε μια επόμενη προκήρυξη του ΕΣΠΑ ώστε να διευρύνει τη χρονική περίοδο έρευνας. Εφόσον υπάρξει νέα προκήρυξη, θα ερευνηθεί η εικοσαετία 1955-1975, δηλαδή από την ίδρυση των Επιδαυρίων έως τη μεταπολίτευση και μετά το 1995 έως το 2015. «Ειδικά την τελευταία δεκαετία τα πράγματα αλλάζουν ριζικά, ως προς την κριτική προσέγγιση των παραστάσεων, την παραγωγή των παραστάσεων, αλλά και την πρόσληψη του κοινού. Θα μας ενδιέφερε να έχουμε όλη τη σειρά, για να παρακολουθήσουμε τις διακυμάνσεις», σημειώνει η κ. Παπάζογλου.
Η χρηματοδότηση τέτοιων ερευνών, πάντα είναι ένα πρόβλημα, καθώς όπως επισημαίνει η κ. Παπάζογλου «αν και την τελευταία δεκαετία υπήρξε μια αύξηση σε προκηρύξεις προγραμμάτων, οι ανθρωπιστικές επιστήμες πάντοτε παίρνουν το μικρότερο κομμάτι τις πίτας». Θεωρείται δεδομένο ότι τα ευρωπαϊκά και εθνικά πλαίσια χρηματοδότησης δεν δίνουν ισότιμες ευκαιρίες στις ερευνητικές ομάδες όλων των επιστημονικών πεδίων. «Αυτός είναι και ο λόγος που στις σχολές των Ανθρωπιστικών, Νομικών και Κοινωνικών Επιστημών δεν συναντούμε συχνά την έννοια της ομάδας στην έρευνα, καθώς αντίστοιχα χρηματοδοτικά σχήματα δεν είναι δημοφιλή», επισημαίνει ο κ. Στυλιανίδης. Προσθέτει ωστόσο ότι «το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας έχει αλλάξει εν μέρει το τοπίο δίνοντας την ευκαιρία στο ερευνητικό δυναμικό αυτών των σχολών να υποβάλει προτάσεις για έρευνα σε τακτικό επίπεδο. Σε απόλυτες τιμές λοιπόν υπάρχει πρόοδος. Σε σχέση όμως με την υπάρχουσα δυναμική των ανθρώπων, ειδικά του ΑΠΘ, έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε ακόμα».
Δήμητρα Κεχαγιά