«Πρωτιά» Θεσσαλονίκης στην ατμοσφαιρική ρύπανση: Άμεσα μέτρα ζητά καθηγητής του ΑΠΘ – Ρεπορτάζ Politic

«Πρωτιά» Θεσσαλονίκης στην ατμοσφαιρική ρύπανση: Άμεσα μέτρα ζητά καθηγητής του ΑΠΘ – Ρεπορτάζ Politic

Εμφανές εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια είναι το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο μεγαλύτερο εύρος της Π.Ε. Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τα όσα δηλώνει στην Politic o καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δημήτρης Μελάς.

Ρεπορτάζ: Γιώργος Φακής

Καταδικαστική απόφαση σε βάρος της Ελλάδας για τις περιβαλλοντικές της… επιδόσεις επέβαλε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, λόγω των υψηλών επιπέδων συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη προειδοποίηση είχε σταλεί στη χώρα το 2009, ενώ η δεύτερη το 2013, ωστόσο -όπως φαίνεται- τίποτα δεν άλλαξε με το πέρασμα των ετών. Οι παραβάσεις των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέπεμψαν την Ελλάδα στο Ευρωδικαστήριο και επέφεραν την καταδίκη, αφού η υπερασπιστική γραμμή περί μεταφοράς σκόνης από την Αφρική δεν έπεισε τους Ευρωπαίους δικαστές.

Περισσότερες πληροφορίες, με πολλά χρήσιμα στοιχεία, δίνει μέσω της Politic ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δημήτρης Μελάς, ο οποίος ξεκαθαρίζει ότι το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ήταν γνωστό εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες: «Η Θεσσαλονίκη εμφάνιζε αυξημένες τιμές στις συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων από το 1990 και υπήρχε ο χαρακτηρισμός “σκονούπολη”. Εδώ οφείλουμε να αναφέρουμε ότι αυτό που ανέκαθεν μας ανησυχούσε ήταν το “μη φυσικό”, που δεν προερχόταν από φυσικές πηγές».

Το δίκτυο του Δήμου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τη λειτουργία του τη δεκαετία του ’80 και από το 1990 ο σταθμός που εγκαταστάθηκε στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου (παλιό δημαρχείο) έδειχνε εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρόλα αυτά, μέχρι και πριν από μία δεκαετία στα στοιχεία αποτυπωνόταν μία διαρκής αποκλιμάκωση μικρής έντασης, ωστόσο αυτό «διακόπηκε» λόγω -αρχικά- της οικονομικής κρίσης και της ενεργειακής κρίσης την τελευταία διετία. «Για οικονομικούς λόγους ο κόσμος αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί χειρότερα καύσιμα για τη θέρμανση των σπιτιών. Η βελτίωση που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια οφειλόταν στο ότι αγοράστηκαν καινούρια αυτοκίνητα, ενώ και το φυσικό αέριο βοήθησε αισθητά στο να μειωθούν τα αιωρούμενα σωματίδια. Πάρθηκαν μέτρα που αφορούσαν όλη την Ελλάδα, αλλά όχι για τη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα, όπου το πρόβλημα είναι πολύ πιο έντονο», υποστηρίζει ο κ. Μελάς.

Πράγματι, ο στόλος των αυτοκινήτων αλλάχθηκε σε μεγάλο βαθμό από το 2000 και έπειτα, ενώ πολλά σπίτια και δημόσια κτίρια ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, όμως για τη Θεσσαλονίκη χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα. Βέβαια, το ερώτημα πολλών είναι το πώς η Αθήνα δεν έχει αντίστοιχο πρόβλημα; Ο κ. Μελάς δίνει την εξήγησή του: «Η εκτίμηση που υπάρχει έχει να κάνει με την εγγύτητά μας στα βόρεια σύνορα της χώρας. Οι βόρειοι γείτονές μας είχαν χειρότερα προβλήματα ρύπανσης σε σχέση με εμάς. Η περιοχή μας επηρεάζεται άμεσα, διότι κατά κύριο λόγο επικρατούν βόρειοι άνεμοι, που μεταφέρουν τα μικροσωματίδια στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, οι βαλκανικές χώρες σταδιακά έλαβαν μέτρα και βελτιώθηκαν οι συνθήκες. Στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε τίποτα τοπικά».

Σημαντικότερη πηγή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, με τη Βουλγαρία να διαθέτει το μεγαλύτερο ενεργειακό σύμπλεγμα των Βαλκανίων. Μέχρι το 2000 το εν λόγω εργοστάσιο δούλευε με πολύ κακής ποιότητας καύσιμα, με τις εκπομπές σωματιδίων να είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με το λιγνιτικό εργοστάσιο της Πτολεμαΐδας. Παρόλα αυτά, η Βουλγαρία έκανε βήματα προόδου, μειώνοντας σημαντικά την ατμοσφαιρική ρύπανση, σε σχέση με ό,τι ίσχυε μέχρι πριν από 15 χρόνια, αν και συνεχίζει να «συνεισφέρει» στις υψηλές μετρήσεις της Θεσσαλονίκης.

Εκτός των εργοστασίων, σημαντικότατος παράγοντας είναι και τα καυσόξυλα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε τζάκια και σόμπες τους χειμερινούς μήνες. «Η οικονομική κρίση μας κληρονόμησε ένα σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα, που είναι η αλλαγή καυσίμου για τη θέρμανση των κτιρίων. Τα καυσόξυλα είναι τουλάχιστον 100 φορές πιο επιβαρυντικά για το περιβάλλον σε σχέση με το φυσικό αέριο, ενώ έχουμε το ίδιο θερμικό αποτέλεσμα. Δεν υπήρξαν κίνητρα, ώστε ο κόσμος να αποφύγει τα καυσόξυλα και να οδηγηθεί σε καύσιμα πιο φιλικά προς για το περιβάλλον, ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε σε ευρεία κλίμακα τις αντλίες θερμότητας», σημειώνει ο Δημήτρης Μελάς και προσθέτει πως «αν δεν λάβουμε γενναία μέτρα, το πρόβλημα θα συνεχίζει να υπάρχει και θα εντοπίζεται τον χειμώνα, κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες».

Το πρόβλημα της συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων είναι εντονότερο στη Δυτική Θεσσαλονίκη, λόγω και των εργοστασίων της Βιομηχανικής Περιοχής, με τον καθηγητή Φυσικής Περιβάλλοντος του ΑΠΘ να ξεκαθαρίζει ότι ο σταθμός του Δήμου Κορδελιού Ευόσμου συχνά δίνει μεγαλύτερες μετρήσεις από αυτόν που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης (επί της οδού Αγίας Σοφίας).  «Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει ποιες μέθοδοι πρέπει να χρησιμοποιούνται για πραγματοποιούνται οι μετρήσεις. Το Εθνικό Δίκτυο Ποιότητας Αέρα, που στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και το δίκτυο του Δήμου Θεσσαλονίκης, είναι αξιόπιστα όργανα μέτρησης. Πολλοί δήμοι και ερευνητικές ομάδες χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους, που δεν είναι πάντα αξιόπιστες», επισημαίνει ο κ. Μελάς.

Τέλος, τα παραπάνω στοιχεία προκαλούν μεγάλη ανησυχία, ως προς τις επιπτώσεις που έχει στην υγεία η ατμοσφαιρική ρύπανση, με τον καθηγητή του ΑΠΘ να τονίζει πως «κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους λόγω της συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων στις πόλεις όλης της Ελλάδας. Οι συνέπειες είναι κυρίως μακροχρόνιες, καθώς πολλές αρρώστιες που προκαλούνται από την ατμοσφαιρική ρύπανση “φαίνονται” μετά από πολλά χρόνια», καταλήγει ο Δημήτρης Μελάς.

Δείτε επίσης: Θεσσαλονίκη: Τρεις περιοχές στην πεντάδα με τη μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση πανελλαδικά – Τι λένε οι αρμόδιοι

Loading

Play