Η κλιματική κρίση και η υπεραλίευση επηρεάζουν το μέγεθος των ψαριών, κάνοντάς τα μικρότερα και αναγκάζοντάς τα πολλές φορές να γίνουν «κλιματικοί πρόσφυγες», αναζητώντας θερμοκρασίες νερού που επιτρέπουν την επιβίωσή τους.
Αυτές τις διαπιστώσεις έκανε κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής αλιευτικής βιολογίας στο University of British Columbia του Καναδά και επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, Daniel Pauly. Ο κ. Pauly είναι διεθνώς αναγνωρισμένος για τις έρευνές του στη θαλάσσια αλιευτική βιολογία και υπήρξε από τους πρώτους επιστήμονες που προειδοποίησαν για τις οικοσυστημικές επιπτώσεις της υπεραλίευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο καθηγητής επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη ως προσκεκλημένος του Εργαστηρίου Ιχθυολογίας του ΑΠΘ, όπου ήταν ο κύριος ομιλητής στο 22ο Ετήσιο Συμπόσιο της FishBase με τίτλο «Fishes in changing ecosystems». Σύμφωνα με τον κ. Pauly, η υπεραλίευση παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι θάλασσες παγκοσμίως, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών. «Η θέρμανση των θαλασσών επιφέρει μείωση της περιεκτικότητας οξυγόνου στο νερό, ενώ ταυτόχρονα οι οργανισμοί που αναπνέουν με βράγχια απαιτούν περισσότερο οξυγόνο σε θερμότερα νερά. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί πίεση στα ψάρια, όπως θα ήταν για ζώα σε πυρκαγιά», εξήγησε.
Η αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα τα ψάρια να παραμένουν μικρότερα, ώστε τα βράγχιά τους να μπορούν να παρέχουν το απαιτούμενο οξυγόνο σε θερμότερα νερά, όπου η συγκέντρωση οξυγόνου είναι χαμηλή. «Υπάρχουν δύο αντίθετες δυνάμεις που επηρεάζουν τα ψάρια: χρειάζονται περισσότερο οξυγόνο σε θερμότερα νερά, αλλά το νερό περιέχει λιγότερο οξυγόνο. Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στο μέγεθός τους», σημείωσε.
Καθώς οι θάλασσες θερμαίνονται, πολλά θαλάσσια είδη μετακινούνται προς βόρεια νερά για να βρουν ψυχρότερες θερμοκρασίες. Για παράδειγμα, ψάρια από την Ισπανία φθάνουν στην Αγγλία. Ωστόσο, στη Μεσόγειο, όπου υπάρχει γεωγραφικό εμπόδιο, οι ξενικές ειδήσεις εισέρχονται μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. «Στον Ατλαντικό, ορισμένα είδη μπορεί να γίνουν “κλιματικοί πρόσφυγες”, αναζητώντας δροσοτερές περιοχές προς βόρεια, ενώ στη Μεσόγειο οι κλιματικοί πρόσφυγες είναι κυρίως τα ξενικά είδη, όπως ο λαγοκέφαλος και το λεοντόψαρο», πρόσθεσε.
Η Δρ Ντόνα Δημαρχοπούλου, συνεργάτιδα του κ. Pauly, επεσήμανε ότι τα ψάρια από τον Ατλαντικό μετακινούνται βόρεια, αλλά στη Μεσόγειο είτε βυθίζονται σε πιο βαθιά νερά είτε οι πληθυσμοί τους μειώνονται. Η κατάσταση αυτή απαιτεί προσοχή, καθώς οι ξενικές εισβολές ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα στους τοπικούς ψαράδες.
Ο κ. Pauly τόνισε ότι η κατάσταση μπορεί να αναστραφεί κυρίως μέσω του περιορισμού της υπεραλίευσης. «Η θάλασσα είναι υπομονετική και γενναιόδωρη προς εμάς. Αν περιορίσουμε την υπεραλίευση, θα ενισχύσουμε τη βιοποικιλότητα και τη γονιδιακή δεξαμενή, προάγοντας τις καλύτερες αντιδράσεις στις περιβαλλοντικές αλλαγές», κατέληξε.