Το ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη της Αμφίπολης, στο κέντρο της αρχαίας φημισμένης πόλης της Μακεδονίας, συνεχίζει να φέρνει στο φως σημαντικά ευρήματα, προσφέροντας ταυτόχρονα στους αρχαιολόγους ενδιαφέροντα στοιχεία για την σύνδεση της αρχαίας πόλης με άλλα σημαντικά διοικητικά και θρησκευτικά κέντρα ανά την Ελλάδα.
Ο καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Δημήτρης Δαμάσκος αναφέρθηκε στο ανασκαφικό έργο της προηγούμενης χρονιάς κατά τη διάρκεια της ετήσιας διήμερης επιστημονικής συνάντησης που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη για το αρχαιολογικό έργο στην Μακεδονία και την Θράκη.
Η ανασκαφή που ξεκίνησε το 2019 και διενεργείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών, υπό την καθοδήγηση της προϊσταμένης της Εφορείας Δρ. Δημητρίας Μαλαμίδου και του Πανεπιστημίου Πατρών, έχει αποκαλύψει ευρήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η ανεύρεση ενός ανθρώπινου δοντιού από παιδί στην αρχή της εφηβείας, ενός ακέραιου ειδώλιου ταύρου και μιας πήλινης κεφαλής του Ασκληπιού συγκαταλέγονται στα ευρήματα της περσινής ανασκαφής. Ο καθηγητής Δαμάσκος υπογράμμισε ότι κατά την ανασκαφική περίοδο του 2024, η έρευνα επικεντρώθηκε δυτικά της πρωτοβυζαντινής Βασιλικής Γ’, εκεί όπου έχει αποκαλυφθεί ένα επίμηκες ορθογώνιο κτήριο με ισχυρούς τοίχους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, τα ευρήματα επιτρέπουν την αναγνώριση μιας λατρευτικής λειτουργίας του χώρου όπου πραγματοποιούνταν οι ανασκαφικές εργασίες, με αναφορές σε τμήματα πήλινων γυναικείων ειδωλίων και οστών μικρών ζώων σε επίχωση πλούσια σε κάρβουνα.
Η συνολική εικόνα του ανεσκαμμένου χώρου αφορά ένα λατρευτικό κτίσμα που ανοικοδομήθηκε μέσα στον 4ο αι. π.Χ. Η άποψη ότι ήταν αφιερωμένο σε γυναικεία θεότητα στηρίζεται σε πλήθος γυναικείων ειδωλίων και σε ενδείξεις σχετικές με λατρεία διαβατήριων τελετών.
Ο καθηγητής Δαμάσκος επισημαίνει ότι η ανεύρεση φέτος της μικρής κεφαλής του Ασκληπιού εξηγείται στο λατρευτικό πλαίσιο της Άρτεμης, που συχνά εμφανίζεται μαζί με τον Ασκληπιό. Στην Αμφίπολη, έχουν εντοπιστεί επίσης μαρμάρινοι κορμοί γλυπτών της Άρτεμης και του Ασκληπιού, ενισχύοντας τη σχέση μεταξύ τους.
Ωστόσο, σημειώνεται ότι δεν έχουν αποκαλυφθεί στοιχεία που θα επιβεβαίωναν με βεβαιότητα την ταυτότητα του ιερού με το Ταυροπόλιο. Οι ήδη ανευρεθείσες επιγραφές από παλαιότερες ανασκαφές χρονολογούνται σε μεταγενέστερες βυζαντινές επιχώσεις.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ