Στη ζωή και το έργο του Γεουντά Αμιχάι, με αφορμή τον έναν αιώνα από τη γέννησή του αλλά και την επικείμενη έκδοση εκτεταμένης ανθολογίας από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση «100 χρόνια Γεουντά Αμιχάι. Ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής του Ισραήλ (1924-2000)», που πραγματοποιήθηκε, χθες το απόγευμα, στο πλαίσιο της 20ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Οι μεταφράστριες Λουίζα Μιζάν και Χρυσούλα Παπαδοπούλου συνομίλησαν για το έργο του ποιητή με τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Μπέκο, ενώ ποιήματα του Αμιχάι διάβασαν, στα εβραϊκά και τα ελληνικά, οι Αντμιλιάν Ντρομπανίκου, Σταυρούλα Κοσκινά και Όρλυ Μπαρζίβ.
Μεταφράζοντας τον Γεουντά Αμιχάι
Για τη μετάφραση ποιημάτων του Γεουντά Αμιχάι μίλησε η Λουίζα Μιζάν κάνοντας λόγο για μια «γοητευτική, απολαυστική κι επίπονη διαδικασία» που κράτησε αρκετούς μήνες. «Κάθε ποίημα ή καλύτερα κάθε στίχος και κάθε λέξη αποδόθηκαν στα ελληνικά με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους πριν από το τελικό αποτέλεσμα. Ένα ποίημα εμπεριέχει εικόνες και συναισθήματα μέσα σε λίγους ή περισσότερους στίχους. Η λανθασμένη απόδοση μιας λέξης, μιας φράσης ή μιας έννοιας μπορεί να αλλοιώσει ή και να καταστρέψει το ρυθμό, τον παλμό και το “είναι” του ποιήματος. Προκειμένου να περάσει τα γλωσσικά σύνορα η ποίηση πρέπει να έχει λαμπρό περιεχόμενο και δυνατή σκέψη. Η ευθύνη του μεταφραστή είναι τεράστια, γιατί αν σε ένα εκτενές κείμενο όπως είναι ένα διήγημα ή ακόμα περισσότερο ένα μυθιστόρημα θα μπορούσαν να του συγχωρεθούν κάποια λάθη, σε ένα ποίημα κάτι τέτοιο μοιάζει ασυγχώρητο», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Μιζάν.
Μεταφέροντας τις εντυπώσεις της από το ταξίδι της στην ποίηση του Αμιχάι, σημείωσε: «Ερχόμενη σε επαφή με τον ποιητή και διαβάζοντας στοιχεία για τη ζωή του κατανοώ πως το έργο του είναι βαθιά αυτοβιογραφικό. Ενδεικτικά αναφέρω τίτλους ποιημάτων: “Αυτοβιογραφία έτους 1952”, “Ο πατέρας μου”, “Για τα γενέθλιά μου”. Πρώτο μέλημα λοιπόν είναι να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα γύρω από αυτόν. Ο Αμιχάι έφτασε το 1935 στην Παλαιστίνη μαζί με τους γονείς του. Ήταν τότε 12 χρονών. Μιλούσε ασφαλώς τη μητρική του γλώσσα που ήταν τα γερμανικά, ήξερε όμως και αρκετά εβραϊκά επειδή πήγαινε από πολύ μικρός στη γενέτειρά του, το Βίρτσμπουργκ, σε ένα δίγλωσσο σχολείο, το οποίο επικεντρωνόταν στη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Η ισραηλινή πραγματικότητα στην οποία βρέθηκε ήταν ασφαλώς πολύ πιο μιλιταριστική από όσο θα ήθελε ο ποιητής. Έλαβε ενεργό μέρος σε πολέμους και αυτή η εμπειρία σίγουρα τον κυνηγούσε στο υπόλοιπο της ζωής του. Ένα μικρό δείγμα είναι το ποίημα “Βροχή στο πεδίο της μάχης”, το οποίο αφιερώνει μάλιστα στη μνήμη ενός χαμένου συντρόφου του: Βροχή πέφτει στα πρόσωπα των συντρόφων μου· στα πρόσωπα των ζωντανών συντρόφων μου/ που σκεπάζουν τα κεφάλια τους με μια κουβέρτα- και στα πρόσωπα των νεκρών συντρόφων μου/ που δεν σκεπάζονται πια».
Πολλά από τα ποιήματα της πρώτης περιόδου του Αμιχάι, όπως ανέφερε η κ. Μιζάν, δεν είναι παρά μια έκκληση στην εμπειρία ενός αδιάκοπου πολέμου. «Ο μεταφραστής καλείται να κατανοήσει πως μέσα από το έργο του εκφράζει την απελπισία των απλών ανθρώπων καθώς η ιστορική πραγματικότητα έρχεται να καταστρέψει τους έρωτές τους και τη γαλήνια προσωπική ζωή τους», επισήμανε κι έφερε ως παράδειγμα το ποίημα του Αμιχάι «Η μυρωδιά της βενζίνης μού ανεβαίνει στην μύτη».
«Η ποίηση του Αμιχάι», συνέχισε η μεταφράστρια πολλών έργων σημαντικών Ισραηλινών συγγραφέων, «χαρακτηρίζεται από την ανάμειξη της ορθόδοξης ανατροφής του και της επαφής του με την ισραηλινή κοινωνία. Ακόμα και όταν τελείωσε το σχολείο και θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας κοσμικός Εβραίος, ποτέ δεν αποκήρυξε εντελώς την εβραϊκή παράδοση. Δεν ήταν πλέον ένας θρησκευόμενος Εβραίος, ο Θεός όμως δεν απουσιάζει από το έργο του, εμφανίζεται σαν ιδέα την οποία ο ποιητής αντιπαλεύει, ή πλανάται σαν επίμονη σκιά. Κάπου διάβασα πως κατά τη διάρκεια ανάγνωσης ποιημάτων στο Μπέρκλεϊ τη δεκαετία του 1970 ένας από τους παρευρισκόμενους ρώτησε τον ποιητή αν είχε δει τον Θεό στο πεδίο της μάχης. Εκείνος απάντησε πως όχι, είχε δει μόνο ανθρώπους να πεθαίνουν και πως ήταν χρέος του να παρουσιάσει αυτή την σκληρή πραγματικότητα πέρα από την ψεύτικη ρητορική πολιτικών και στρατιωτικών».
Στο σημείο αυτό διάβασε το ποίημα του Αμιχάι «Ιερουσαλήμ», που παρουσιάζει με ευαισθησία την άποψη του ποιητή για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και παρότι, όπως είπε, είναι γραμμένο κατά την πρώτη περίοδο της δημιουργικότητας του Αμιχάι μεταξύ 1948-1962, παραμένει απόλυτα επίκαιρο.
Ιερουσαλήμ
Πάνω σε μια ταράτσα στην Παλιά Πόλη, / μια μπουγάδα κρέμεται στο τελευταίο φως της μέρα:/ το λευκό σεντόνι μιας εχθρού μου, / η πετσέτα ενός εχθρού μου/ για να σκουπίζει τον ιδρώτα στη μύτη του./ Και στον ουρανό της Παλιάς Πόλης/ ένας χαρταετός./ Και στην άκρη του νήματος- ένα παιδί./ Που δεν το είδα/ εξαιτίας του τείχους./ Υψώσαμε πολλές σημαίες,/ ύψωσαν πολλές σημαίες. / Για να νομίζουμε ως είναι ευτυχείς./ Για να νομίζουν πως είμαστε ευτυχείς.
Αυτοβιογραφική οικουμενική ποίηση, προσιτός ποιητής
Για την αυτοβιογραφική οικουμενική ποίηση του Αμιχάι μίλησε η μεταφράστρια έργων μεγάλων Ισραηλινών συγγραφέων Χρυσούλα Παπαδοπούλου. «Ο Πάουλ Τσέλαν, σε μία επιστολή που απευθύνει προς τον Γεουντά Αμιχάι στις 7 Νοεμβρίου 1969, γράφει: “Είσαι το ποίημα που γράφεις, το ποίημα που γράφεις είναι εσύ, ο εαυτός σου”. Ο κριτικός λογοτεχνίας Μπόαζ Αρπάλι αναφέρει ωστόσο ότι “… παρά τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της ποίησης του Αμιχάι, το έργο του αντικατοπτρίζει κάθε Ισραηλινό και, υπό μία ευρύτερη έννοια, κάθε άτομο του εικοστού αιώνα”. Σχεδόν σε κάθε ποίημά του το ατομικό συνυφαίνεται με το γενικό, το οικουμενικό», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Παπαδοπούλου.
Ανέδειξε, δε, τον προσιτό χαρακτήρα των ποιημάτων του μέσα από τα όσα γράφει ο Οκτάβιο Πας για τον Αμιχάι: «είναι ένας από τους μεγαλειώδεις ποιητές μας και είναι πολύ προσιτός. Όταν διαβάσει κανείς τα ποιήματά του, δεν μπορεί να τα ξεχάσει ποτέ – μπορεί να υπάρξει τόση ζωή μέσα σε δεκαέξι σειρές». Αλλά και μέσα από μια προσωπική εμπειρία συνάντησης με τον ποιητή: «Ο επιθετικός προσδιορισμός “προσιτός” είναι ο πρώτος που μου έρχεται στον νου, όταν σκέφτομαι τον ηλικιωμένο άντρα με το αχνό χαμόγελο και τη χαρακτηριστική σεμνότητα των περισσότερων Ισραηλινών λογοτεχνών της γενιάς του ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1994, όταν ήρθε στο Rothberg School for Overseas Students του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, να συνομιλήσει με μια μικρή ομάδα αλλοδαπών φοιτητών για την ποίησή του και την εβραϊκή ποίηση της εγχώριας γενιάς. Μας εξομολογήθηκε ότι ήθελε η ποίησή του να είναι πάντα και παντού προσβάσιμη και γι’ αυτό τον λόγο όλες οι ποιητικές συλλογές του έχουν διαστάσεις 10 επί 16 εκατοστά, ώστε να χωρούν στις τσέπες των αναγνωστών του, σαν εγκόλπιο».
Έρωτας, Πόλεμος και μια «Άγρια ειρήνη»
Στη βιογραφία αλλά και το σύνολο της εργογραφίας του Γεουντά Αμιχάι κυριαρχούν οι δύο ιδιότητές του: αυτή του ποιητή και αυτή του στρατιώτη ή όπως αναφέρει ο Τζόναθαν Γουίλσον στο άρθρο του Ο Θεός των μικρών πραγμάτων, τα ποιήματα του Αμιχάι «έχουν την εξάντληση του βετεράνου αλλά και την ενέργεια του εραστή».
«Στο ποίημα “Είμαι ένας φτωχός προφήτης” παρουσιάζει σε δύο μόλις στίχους τους πόλους του βίου και της ποίησής του: τον έρωτα και τον πόλεμο: “Ζωγραφίζω τη ζωή μου στον πόλεμο και τον έρωτα, στην αντάρα και τη σιωπή” (μετάφραση: Ίων Βασιλιάδης)», επισήμανε η κ. Παπαδοπούλου, σημειώνοντας ότι ο Αμιχάι πολέμησε κι αγάπησε πολύ και δε δίσταζε να υψώνει τη φωνή του υπέρ της ειρήνης. «Στις 21 Φεβρουαρίου του 1988, όταν ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα, δημοσίευσε από κοινού με τους Αμός Οζ, Α. Β. Γεοσούα και Αμός Ελιόν, μία επιστολή στους New York Times, καλώντας τους Εβραίους των ΗΠΑ να εκφράσουν ηχηρά την άποψή τους σχετικά με την πολιτική του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη. Το 1994, στο πλαίσιο της τελετής απονομής του Βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη, μετά από πρόσκληση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτσχάκ Ραμπίν, διάβασε στίχους των ποιημάτων του, μεταξύ αυτών και το ποίημα Άγρια ειρήνη. Όταν ρωτήθηκε για ποιον λόγο επέλεξε το συγκεκριμένο ποίημα, απάντησε: “Το έγραψα όταν η ειρήνη ήταν μόνο ένα όραμα, λίγο πριν από το Σύμφωνο Ειρήνης με την Αίγυπτο. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη για να περιμένουμε να επέλθει φυσική ειρήνη. Η φύση πρέπει να υποβοηθηθεί, να προστατευτεί σαν τα αγριολούλουδα. Αυτό κάνουν τώρα, με μεγάλο θάρρος, οι αρχηγοί των δύο λαών”».
Ένας πολυβραβευμένος ποιητής
Ο Γεουντά Αμιχάι γεννήθηκε το 1924 στο Βίρτσμπουργκ της Γερμανίας ως Λούντβιχ Πφόιφερ. Άλλαξε το όνομά του το 1946, επιλέγοντας το επώνυμο Αμιχάι, το οποίο στα εβραϊκά σημαίνει «ο λαός μου ζει». Οι γονείς του ήταν θρησκευόμενοι Ορθόδοξοι Εβραίοι και το 1935 μετανάστευσαν στην υπό Βρετανική Εντολή Παλαιστίνη.
Το 1942, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στο θρησκευτικό λύκειο Μααλέ, κατατάγηκε εθελοντικά στον βρετανικό στρατό και υπηρέτησε στην Αίγυπτο. Κατόπιν, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Νταβίντ Γέλιν. Έλαβε μέρος στον Αραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1948 με την ταξιαρχία Νέγκεβ της Παλμάχ. Με το πέρας του πολέμου ξεκίνησε να σπουδάζει Εβραϊκή Λογοτεχνία και Τορά στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Το 1955, με ενθάρρυνση των καθηγητών του, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Τώρα και σε άλλους καιρούς, για την οποία έλαβε το Βραβείο Σλόνσκι το 1957. Ήταν ο πρώτος από τους ποιητές της εγχώριας γενιάς που έλαβε το Βραβείο του Ισραήλ το 1982.
Το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του, που περιλαμβάνει δεκατρείς ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα, μία συλλογή διηγημάτων, τρία βιβλία παιδικής λογοτεχνίας και αρκετά θεατρικά, μεταφράστηκε σε περισσότερες από σαράντα γλώσσες.
Για το ποιητικό έργο του έλαβε αναρίθμητα βραβεία και υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ. «Ήταν ο πρώτος από τους ποιητές της εγχώριας γενιάς που έλαβε το Βραβείο του Ισραήλ το 1982. Η κριτική επιτροπή αποφάσισε να του χορηγήσει το βραβείο, επειδή “με τα ποιήματά του δημιούργησε ένα νέο κίνημα στην εβραϊκή ποίηση” και “επέφερε μία επαναστατική αλλαγή στη λυρική γλώσσα”. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ, αλλά, όπως σημειώνει ο Τζόναθαν Γουίλσον, “θα έπρεπε να είχε λάβει το Βραβείο Νόμπελ, οποτεδήποτε τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά ήξερε πως, σε ό,τι αφορά τους Σκανδιναβούς κριτές, και παρά τις πολιτικές του θέσεις που ήταν αναμφισβήτητα υπέρ της ειρήνης, προερχόταν από τη λάθος πλευρά του φράχτη”», επισήμανε η κ. Παπαδοπούλου.
Πολλά διεθνή συνέδρια έχουν διοργανωθεί για το έργο του, μεταξύ αυτών το συνέδριο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 1997 και του Πανεπιστημίου Yale το 2007. Όλο το προσωπικό του αρχείο έχει περιέλθει στη Βιβλιοθήκη Σπάνιων Βιβλίων και Χειρογράφων Beinecke του Πανεπιστημίου Yale.
Πέθανε το 2000 σε ηλικία 76 ετών.
Σ.Παπ.