του ανταποκριτή μας Βασίλη Λωλίδη
Η πρώτη συνάντηση με τον Μανώλη Παργιεντάκη αποκαλύπτει έναν άνθρωπο σεμνό, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων, που δεν μιλάει για τον εαυτό του. Για τον Μανώλη Παργιεντάκη «μιλάει» η μουσική του κι όταν μιλάει ο ίδιος γι’ αυτήν νιώθεις να τον κυριεύει ένα πάθος, που καταλαγιάζει μόνο όταν παίρνει στα χέρια του ένα από τα δεκάδες παραδοσιακά μουσικά όργανα της συλλογής του, μεταφέροντας τους ακροατές του σε κόσμους γεμάτους από τη μυσταγωγία της παράδοσης.
Η δεύτερη συνάντηση με τον οργανοποιό, δάσκαλο μουσικής, οργανοπαίχτη και συλλέκτη στο σπίτι του στην πόλη της Δράμας αποκαλύπτει στα μάτια του επισκέπτη ένα μικρό μουσείο παραδοσιακών μουσικών οργάνων από την Ελλάδα και χώρες της Ανατολής. Περισσότερα από 250 παραδοσιακά μουσικά όργανα και από τις τρεις μεγάλες οικογένειες, δηλαδή πνευστά, κρουστά και έγχορδα από την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Ινδία, συγκεντρωμένα μέσα σε λίγα τετραγωνικά.
Στα δωμάτια και τους τοίχους της καλαίσθητης μονοκατοικίας του που ζει με τη σύζυγό του Φωτεινή Σπαθαρή, σε μια γραφική γειτονιά της Δράμας με χαμηλά σπίτια και αυλές, συγκεντρώνεται η ιστορία και η μουσική παράδοση αιώνων. Ένα ξεχωριστό μουσικό ταξίδι, που ξεκινάει από την αρχαία Ελλάδα, φτάνει μέχρι τις μέρες μας και εκτείνεται γεωγραφικά στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, ανεβαίνει μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και ολοκληρώνεται στην Περσία και την Ινδία.
Στόχος να γνωρίσουν οι νέοι την παραδοσιακή μουσική
Ο Μανώλης Παργιεντάκης είναι ένας βαθύς γνώστης της μουσικής παράδοσης χωρών της Ανατολής, αλλά με συγγενικούς δεσμούς όσον αφορά τους ήχους και τα όργανα. Η μουσική είναι τρόπος και ποιότητα ζωής για τον ίδιο, που εδώ και πολλά χρόνια επιδιώκει να τη μεταδώσει στους νέους ανθρώπους. Επιθυμία και στόχος του είναι αυτή η μουσική παράδοση να γίνει κτήμα όσο το δυνατόν περισσότερων νέων ανθρώπων. Το μεράκι και η βαθιά αγάπη του για τη μουσική τον έκαναν από την παιδική ακόμη ηλικία, ν’ αρχίσει να συλλέγει μουσικά όργανα, αναζητώντας ήχους και ακούσματα από την ελληνική μουσική παράδοση, αλλά και από τις μουσικές παραδόσεις άλλων λαών με κοινά όμως ιστορικά, πολιτισμικά και κοινωνικά στοιχεία.
Εκτός από το μουσικά όργανα που διδάσκει εδώ και πολλά χρόνια στα Μουσικά Σχολεία της Καβάλας και της Δράμας, δηλαδή τον ταμπουρά, το ούτι και το λαούτο, ο ίδιος γνωρίζει να παίζει συνολικά ακόμα έξι παραδοσιακά μουσικά όργανα: μπουζούκι, τζουρά, μπαγλαμά, μαντολίνο, πολίτικο λαούτο, μπουλγκαρί. Επίσης, γνωρίζει και παίζει παραδοσιακά μουσικά όργανα λιγότερα γνωστά στην Ελλάδα όπως: το ταμπούρ, το αφγανικό ραμπάπ, το μεϊντάν σαζ, το μπαγλαμά σάζ, το κοπούζ, το γυαλί ταμπούρ, το σιτάρ, το σαρότ, το λιβανέζικο μποζούκ, το χερατί ντοτάρ και το Πέρσικο ταρ.
Το γνήσιο και αυθεντικό έχει «ζωή»
Ξεκίνησε τις μουσικές σπουδές του στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας, μαθαίνοντας αρχικά ένα κλασικό όργανο, το κλαρινέτο. «Στη συνέχεια όμως», όπως αφηγείται ο ίδιος μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ , «θέλησα να μάθω μπουζούκι. Το πρώτο διάστημα ασχολήθηκα με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Εξάλλου, με αυτό το είδος της μουσικής και τα τραγούδια μεγαλώσαμε οι περισσότεροι».
«Στην πραγματικότητα», τονίζει ο Μανώλης Παργιεντάκης, «με ενδιαφέρει οτιδήποτε γνήσιο και αυθεντικό γιατί έχει ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισα ν’ ασχολούμαι με την παραδοσιακή μουσική και ιδιαίτερα με τις μουσικές από τη Μικρά Ασία. Το μεράκι και το ενδιαφέρον μου για τη διατήρηση και τη συντήρηση των μουσικών οργάνων της προσωπικής συλλογής μου με οδήγησε κοντά σε δυο από τους παλαιότερους κατασκευαστές μουσικών οργάνων της Δράμας, ώστε να μάθω από τους ίδιους αυτή την ξεχωριστή τέχνη».
Επίσης, σπούδασε βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Δεν ήταν όμως μόνο οι σπουδές του που του έμαθαν όσα γνωρίζει σήμερα για τη μουσική. «Η καθημερινή ενασχόληση με τα μουσικά όργανα», επισημαίνει ο ίδιος, «η συστηματική μελέτη σε ελληνική και κυρίως ξένη βιβλιογραφία αλλά και η προσωπική έρευνα έφεραν το αποτέλεσμα που επιθυμούσα. Δεν σταματά όμως ποτέ το ταξίδι της γνώσης».
Είναι ιδιαίτερα περήφανος για τη συλλογή του, αν και δεν κρύβει την αγωνία του για το μέλλον της, καθώς ο ίδιος θα επιθυμούσε να εκτεθεί σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, ώστε να γίνει κτήμα όλων των ανθρώπων. «Κάποια κομμάτια της συλλογής», σημειώνει, «έχουν ιδιαίτερη ιστορική αξία καθώς δεν υπάρχουν στο εμπόριο παρά μόνο σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Κάποια τα έφερα μαζί μου από ταξίδια που έκανα στο εξωτερικό. Κάποια άλλα μου τα έστειλαν φίλοι από τις περιοχές όπου παίζονταν αυτά τα όργανα και κάποια λίγα τα κατασκεύασα ο ίδιος, όπως για παράδειγμα τα αρχαία ελληνικά μουσικά όργανα βασισμένος σε επιστημονικές και ιστορικές μελέτες».
«Η μουσική», συνεχίζει, «είναι τρόπος ζωής, είναι προέκταση του εαυτού μου. Μόνο, όσοι τρέφουν τα ίδια αισθήματα για τη μουσική μπορούν να κατανοήσουν την προσπάθεια που ξεκίνησα να συγκεντρώσω παραδοσιακά μουσικά όργανα, ώστε στο βαθμό που είναι δυνατόν να διατηρήσω και να διαφυλάξω ένα μέρος της μουσικής μας παράδοσης».
Η μελέτη της παραδοσιακής μουσικής δεν είναι φολκλόρ
Μετά από χρόνια έρευνας και μελέτης υποστηρίζει σήμερα πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ των μουσικών παραδόσεων πολλών λαών της ανατολικής Μεσογείου και της Ασίας με την ελληνική. «Η παραδοσιακή μουσική αυτών των χωρών», υπογραμμίζει, «παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι φανερό ότι κουβαλάει μεγάλη ιστορία. Όμως, όπως η μουσική της Ανατολής έτσι και η ελληνική παραδοσιακή μουσική είναι παραμελημένες αν και τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες για τη σωστή προβολή τους. Για μένα τα μουσικά όργανα είναι ζωντανοί οργανισμοί, έχουν φωνή και ιστορία. Πρέπει να τ’ αγαπήσεις, ν’ ασχοληθείς μαζί τους ουσιαστικά κι αυτά θα σου αποκαλύψουν δυνατές στιγμές του παρελθόντος, της ιστορίας που δε θα θελήσεις ποτέ ν’ απαρνηθείς».
«Η μουσική με την οποία ασχολούμαι», συνεχίζει, «δεν έχει να κάνει με την εμπορικότητα – άλλωστε ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Την αντιλαμβάνομαι ως πολιτισμό, και στόχος μου είναι να τη μεταφέρω στους νέους. Θέλω οι νέοι ν’ αγαπήσουν την παραδοσιακή μουσική για τη συγκίνηση που προσφέρει, για το ήθος που καλλιεργεί, για τη δημιουργικότητα και την εκφραστικότητά της. Δε θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η μουσική είναι το μέσο με το οποίο οι λαοί από αρχαιοτάτων χρόνων εκφράζουν τους καημούς, τις αγωνίες και τις χαρές τους».
Απ’ όλους τους ρόλους του, ο Μανώλης Παργιεντάκης θεωρεί ουσιαστικότερο αυτόν του δασκάλου. Ο ίδιος είχε τη χαρά και τη τύχη να γνωρίσει σημαντικούς δασκάλους που με τις εμπειρίες τους άλλαξαν τη ζωή του. Θυμάται πάντα τον δάσκαλό του από τη Ξάνθη, που τον μύησε στον κόσμο της μουσικής: «Κάποια στιγμή στη ζωή μου και αφού ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου για την παραδοσιακή μουσική, βρέθηκε στο δρόμο μου ένας μεγάλος δάσκαλος από την Ξάνθη, ένας γκουρού της μουσικής θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω. Ήταν σεμνός, απομονωμένος από την κοινωνία και ιδιαίτερα χαμηλών τόνων. Μου έμαθε ν’ αγγίζω τη μουσική με ευλάβεια. Σε όλους τους μαθητές του μάθαινε πρώτα να “ στέλνουν” το μυαλό τους στη ψυχή τους, να γνωρίζουν τον εαυτό τους, τις δυνατότητές τους, τα θέλω και να μπορώ τους και μετά τους “ πετούσε” στα “ βαθιά” της μουσικής και της ζωής. Με παραβολές και παραδείγματα και πάντα μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας άφηνε να ανακαλύψουμε μόνοι μας τι μπορούμε να κάνουμε. Ήταν ένας εμπνευσμένος άνθρωπος και καλλιτέχνης και είχε ένα σπάνιο τρόπο επικοινωνίας με τους μαθητές του. Του χρωστάω όλα όσα ανακάλυψα μέχρι σήμερα στον κόσμο της μουσικής».