Τα 700 εκατ. ευρώ αναμένεται να ξεπεράσουν οι εκταμιεύσεις της Εθνικής Τράπεζας για τις μεσαίες επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας φέτος, ακόμα και στη δύσκολη συγκυρία της πανδημίας, ενώ το αντίστοιχο ποσό για το σύνολο των επιχειρήσεων της μεταποίησης πανελλαδικά ανέρχεται σε 1 δισ. ευρώ, όπως επισήμανε απόψε, από το βήμα του Thessaloniki Summit 2020, ο γενικός διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας, Βασίλης Καραμούζης. Υπενθύμισε δε ότι, «αν και το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό», ο προγραμματισμός της Τράπεζας προβλέπει επιπλέον χρηματοδοτήσεις 3 δισ. ευρώ για τη μεταποίηση (συνολικά στην Ελλάδα) την επόμενη τριετία.
«H τράπεζά μας ήταν, είναι και θα είναι παρούσα στη Βόρεια Ελλάδα» είπε χαρακτηριστικά ο κ.Καραμούζης και πρόσθεσε πως «το corporate (εταιρικό) χαρτοφυλάκιο της Τράπεζας στη Βόρεια Ελλάδα αριθμεί περίπου 8.000 σχέσεις, με υπόλοιπα πιστοδοτήσεων κοντά στο 1,5 δισ. ευρώ και διευρύνεται διαρκώς με νέους πελάτες».
Ο κ. Καραμούζης επισήμανε ακόμη ότι για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, η Τράπεζα στήριξε τις επιχειρήσεις με άμεσα μέτρα, όπως η μετάθεση δόσεων, επιδότηση τόκων και προώθηση του πρώτου πακέτου κεφαλαίων υπό την εγγύηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, συμπληρώνοντας: «ενόψει του δεύτερου πακέτου εγγυημένων δανείων, αλλά και μιας ευρείας γκάμας ευνοϊκών χρηματοδοτικών λύσεων με ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες μας, είμαστε έτοιμοι για περαιτέρω διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά της Βόρειας Ελλάδας, ενισχύοντας τις πληττόμενες επιχειρήσεις».
Μεγαλύτερες οι αντοχές της ελληνικής μεταποίησης, σε σχέση με την ευρωπαϊκή
Μεγαλύτερες αντοχές, σε σχέση με την ευρωπαϊκή μεταποίηση, φαίνεται ότι επιδεικνύει η ελληνική, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε η Τζέση Βουμβάκη, αναπληρώτρια διευθύντρια στην διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας. Όπως είπε, στο αποκορύφωμα, μέχρι στιγμής, της πανδημικής κρίσης, ήτοι στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, η πτώση της μεταποίησης στην Ελλάδα περιορίστηκε στο 14%, έναντι 18% για την Ευρώπη. «Η ελληνική μεταποίηση “κράτησε” περισσότερο, έδειξε πιο πολλές αντοχές (…) όταν σε χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία πήγε χειρότερα από την υπόλοιπη οικονομία. Η ελληνική μεταποίηση είχε τη δεύτερη καλύτερη επίδοση μετά την Ιρλανδία, η οποία όμως έχει την ιδιαιτερότητα των μεγάλων πολυεθνικών στον τομέα του φαρμάκου, οπότε (η πρωτιά της) εξηγείται έτσι» σημείωσε, ενώ πρόσθεσε πως ακόμα πιο ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι όλοι οι πρόδρομοι δείκτες, αυτοί που δείχνουν πώς θα πάνε οι υπόλοιποι μήνες από εδώ και πέρα, δείχνουν ότι αυτή η τάση, για καλύτερη επίδοση (της μεταποίησης) στην Ελλάδα, σε σχέση με την Ευρώπη, φαίνεται να συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος της χρονιάς. «Ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και οι εξαγωγικές παραγγελίες αυτό ακριβώς μας επιβεβαιώνουν» εκτίμησε, επισημαίνοντας ότι η ελληνική μεταποίηση πήγε καλά όχι μόνο συνολικά, αλλά και κλάδο-κλάδο, ενώ υπήρξαν προϊόντα-πρωταθλητές, που κέρδισαν μερίδια αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά κύριο λόγο τρόφιμα, αλλά και το αλουμίνιο.
Αναφερόμενη στο Ταμείο Ανάκαμψης σημείωσε ότι η καθαρή βοήθεια που δέχεται η Ελλάδα σε επίπεδο επιδοτήσεων είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, ενώ οι ευρωπαϊκοί πόροι που λαμβάνει η Ελλάδα την επόμενη εξαετία διπλασιάζονται χάρη σε αυτό. Πρότεινε δε τέσσερις ομάδες επενδυτικών προγραμμάτων, στις οποίες μπορεί να επενδύσει επωφελώς η Ελλάδα: βιομηχανική ρομποτική, κυκλική οικονομία, καινοτομία και συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
“Ξεκλειδώνοντας” 40 δισ. ευρώ ανάπτυξη για το ΑΕΠ την επόμενη 10ετία
Πρόσθεσε ότι το 50% της ελληνικής μεταποίησης αποτελείται από αυτό που αποκάλεσε «πυρήνες ανάκαμψης» δηλαδή τομείς οι οποίοι μπορεί να βοηθήσουν την επαναφορά της οικονομίας σε θετικό έδαφος, αναφέροντας ενδεικτικά ότι στην υπόλοιπη οικονομία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 25%.
Χαρακτήρισε ως βασική προτεραιότητα για να γεφυρωθεί το χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη τη συνεργασία και το clustering ανάμεσα στις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στους τομείς των τροφίμων (“να πάμε από το χύμα στο τυποποιημένο”), των φαρμάκων, των κατασκευών και των ναυπηγείων (το 12% των πλοίων διεθνώς ανήκει σε Ελληνες, ένα εύλογο ποσοστό αυτών να έρθει για επισκευή και περιβαλλοντικές αναβαθμίσεις σε ελληνικά ναυπηγεία το όφελος είναι μεγάλο), ώστε να αυξηθεί το μέγεθος και η ανταγωνιστικότητά τους. «Μαζεύοντας μαζί όλα αυτά που είπαμε, αν καταφέρουμε να προσεγγίσουμε θεσμικά το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, θα μπορούσαμε να “ξεκλειδώσουμε” 40 δισ. ευρώ ανάπτυξης του ΑΕΠ για την επόμενη δεκαετία. Πάνω από το μισό του ποσού αυτού μπορεί να ξεκλειδώσει και μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης» κατέληξε._
Αλεξάνδρα Γούτα