Μπροστά σε ένα μάλλον απρόσμενο -για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- πρόβλημα βρέθηκε ο Θεσσαλονικιός επιχειρηματίας Βασίλης Μπαμπαόλους, όταν το 2012 δημιούργησε το πρώτο του ελληνικό εστιατόριο στην περιοχή Χουλί στη Σιαμέν της Κίνας: το εστιατόριο «Golden Olives» ήταν πανέτοιμο να λειτουργήσει, αλλά επί σχεδόν δύο εβδομάδες έμεινε κλειστό, γιατί ο επιχειρηματίας δεν μπορούσε να βρει το ελάχιστο απαιτούμενο προσωπικό! Ο λόγος; Η πολύ χαμηλή ανεργία και ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων κάθε μεγέθους, για να κερδίσουν τους διαθέσιμους εργαζομένους…
«Ακούγεται απίστευτο, αλλά το μεγαλύτερο και πιο απρόσμενο εμπόδιο που συναντήσαμε στην Κίνα ήταν να βρούμε προσωπικό. Η ανεργία είναι πάρα πολύ χαμηλή, σε κάποιες περιοχές μηδενική και όλες οι επιχειρήσεις, από τα μικρά καταστήματα μέχρι τις μεγάλες βιομηχανίες, ανταγωνίζονται για την προσέλκυση προσωπικού», εξηγεί.
Προσθέτει ότι ενώ υπάρχουν διάφορες ιστοσελίδες και εταιρείες, στις οποίες μπορεί κάποιος Ευρωπαίος να απευθυνθεί για να βρει προσωπικό, ο πιο πρόσφορος τρόπος είναι οι προσωπικές συστάσεις από το ίδιο το προσωπικό σου. «Όταν έχεις ήδη δημιουργήσει έναν κορμό προσωπικού, οι άνθρωποι αυτοί, μέσα από το δίκτυο των συγγενών και των φίλων τους, μπορούν να προσελκύσουν εργαζομένους», εξηγεί, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM», για τις ιδιαιτερότητες της αχανούς Κίνας, η οποία μοιάζει με τις κούκλες «ματριόσκα», αφού είναι πολλές μικρές αγορές μέσα σε μία μεγάλη.
Αυτό που εννοούσαμε όταν λέγαμε «μισθοί Κίνας» ανήκει στο παρελθόν
Η χαμηλή ανεργία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων για τους διαθέσιμους εργαζομένους και ιδίως την «αφρόκρεμα» του εργατικού δυναμικού, έχουν κάνει -όπως λέει- παρελθόν αυτό που στην Ευρώπη αποκαλείτο κάποτε «μισθοί Κίνας». Τα τελευταία χρόνια, εξηγεί, καταγράφεται μεγάλη αύξηση μισθών, ειδικά σε σημαντικά αστικά κέντρα, όπως το Πεκίνο, η Σαγκάη και η Γκουάντζου.
«Πλέον, ο μέσος εργαζόμενος σε αυτές τις περιοχές της Κίνας πληρώνεται καλύτερα από τον μέσο Έλληνα, ενώ τα στελέχη μπορεί να αμείβονται ακόμα και τρεις ή τέσσερις φορές πάνω από τα αντίστοιχα στην Ελλάδα», εξηγεί ο Βασίλης Μπαμπαόλους, ιδρυτής της αλυσίδας «Golden Olives», από την οποία έχει πλέον αποχωρήσει.
Η αλυσίδα αριθμεί οκτώ ελληνικά εστιατόρια στις περιοχές Σιαμέν, Φουζού και Σούζου, ενώ για να κάνει ο Βασίλης Μπαμπαόλους έναρξη επιχείρησης στην Κίνα χρειάστηκαν ενάμιση-δύο μήνες. Η γραφειοκρατία μπορεί μεν να είναι μεγάλη, λέει, όπως μεγάλο είναι και το πρόβλημα της γλώσσας και της επικοινωνίας, σε μια χώρα που -λόγω των ιδεογραμμάτων- δεν μπορείς να διαβάσεις ούτε πινακίδα στον δρόμο, αλλά όλα ξεπερνιούνται με τον σωστό ντόπιο συνεργάτη. Ο Κινέζος συνεργάτης είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για όποιον θέλει να ξεκλειδώσει αυτή την ιδιαίτερη αγορά, «που σε εκπλήσσει ασταμάτητα».
Η αποστροφή για τη φέτα και η προοπτική για τις ελληνικές γεύσεις στην Κίνα
Σε αυτή τη χώρα με την ιδιαίτερη γαστρονομική κληρονομιά και τις διατροφικές συνήθειες που πόρρω απέχουν από τις δυτικές, πόσο εύκολο ήταν να αποκτήσει κινεζική πελατεία ένα εστιατόριο με ελληνικές συνταγές; «Κάθε μη Κινέζος, που θέλει να μπει στην Κίνα στον χώρο της διατροφής, χρειάζεται να αφουγκραστεί καλά τις ιδιαιτερότητες. Οι Κινέζοι δεν χρησιμοποιούν τη ζάχαρη, το αλάτι στα πιάτα τους είναι “τόσο- όσο”, ενώ η φέτα, ένα από τα πιο φημισμένα ελληνικά προϊόντα παγκοσμίως, στην πρώτη δοκιμή τούς προκαλεί αποστροφή, βρίσκουν τη γεύση πολύ έντονη. Άρα, αν θέλεις να ανοίξεις εστιατόριο στην Κίνα πρέπει να εφεύρεις τον τρόπο να είσαι γνήσιος στο στήσιμο της κουζίνας σου, αλλά ταυτόχρονα πολύ προσεκτικός στο πώς θα την παραδώσεις στον κόσμο. Χρειάζεται εν ολίγοις πολύ καλή προσαρμογή», λέει.
Προσαρμογή που απαιτεί χρόνο: «στο πρώτο εστιατόριο χρειαστήκαμε περίπου δύο μήνες για να προσαρμοστούμε στα δεδομένα, να καταλάβουμε τι ακριβώς θέλουν οι Κινέζοι καταναλωτές, αλλά μετά από αυτό το διάστημα, όταν αντιληφθήκαμε τι πρέπει να κάνουμε, είχαμε τεράστιες αναμονές, οι άνθρωποι έκαναν κράτηση για τραπέζι δύο εβδομάδες νωρίτερα».
Οι Κινέζοι είναι πολύ ανοιχτοί στο να δοκιμάσουν τα πάντα, αλλά ζητούν το γνήσιο και ποιοτικό
«Η προοπτική για την ελληνική γαστρονομία στην Κίνα πιστεύω πως είναι ευνοϊκή, γιατί οι Κινέζοι ως λαός είναι πολύ ανοιχτοί στο να δοκιμάσουν τα πάντα, πιο ανοιχτοί από τους Ευρωπαίους. Επίσης, αντιλαμβάνονται εύκολα το γνήσιο. Δεν φτάνει λοιπόν μόνο να ανοίξεις ένα ελληνικό εστιατόριο, αλλά χρειάζεται να επενδύσεις στο γνήσιο, να χρησιμοποιείς αμιγώς ελληνικά ποιοτικά προϊόντα, σωστά μαγειρεμένα και σερβιρισμένα, όλα μαζί πρέπει να προσφέρουν ένα πακέτο ποιότητας», εξηγεί, υπογραμμίζοντας τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Κίνας, οι οποίες μπορεί να επιβάλλουν μικρές τροποποιήσεις στο μενού του ίδιου ελληνικού εστιατορίου, όταν λειτουργεί σε άλλη πόλη!
«Οι διατροφικές συνήθειες των Κινέζων διαφέρουν πολύ ανά περιοχή. Στη Νότια Κίνα, για παράδειγμα, τρώνε πιο πολύ ρύζι, ενώ στη Βόρεια, που έχουν σιτηρά, από τη ζώνη του Πεκίνου και πάνω, καταναλώνουν περισσότερο ψωμί. Πρέπει λοιπόν να προηγηθεί προσεκτική έρευνα και να προσαρμοστείς στα δεδομένα κάθε περιοχής», σημειώνει.
Πόσο εύκολη είναι η εισαγωγή πρώτων υλών από την Ελλάδα για μεταποίηση σε ένα ελληνικό εστιατόριο στην Κίνα; «Αν μια εισαγωγή πληροί τις προϋποθέσεις, δεν υπάρχουν δυσκολίες. Εμείς κάναμε μεγάλες εισαγωγές από Ελλάδα, π.χ σε ελαιόλαδο, κρασιά και μπύρες, ενώ άλλες πρώτες ύλες τις προμηθευόμασταν από μεγάλες κινεζικές εταιρείες. Οι Κινέζοι είναι πάρα πολύ αυστηροί με τα κριτήρια ποιοτικού ελέγχου, ιδίως στα εισαγόμενα. Αν όμως μια εισαγωγή καλύπτει τις ποιοτικές προδιαγραφές κι αν έχεις καλό τοπικό συνεργάτη, δεν αντιμετωπίζεις κανένα πρόβλημα», απαντά.
Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας…
Η πανδημία του κορονοϊού στην Κίνα χτύπησε σκληρά την αγορά, από τα εμπορικά κέντρα μέχρι τα εστιατόρια, μετά το καθολικό lockdown σε ορισμένες περιοχές, τον αποκλεισμό άλλων και τη γενικότερα αρνητική καταναλωτική ψυχολογία. Ως αποτέλεσμα, λέει, το 2020 σταμάτησε οτιδήποτε αναπτυξιακό βρισκόταν στα σκαριά, ενώ «πάγωσε» κάθε επενδυτικός σχεδιασμός. «Ωστόσο, τους τελευταίους δύο μήνες δειλά-δειλά προσπαθούν να ξεκινήσουν από όπου σταμάτησαν. Τα εστιατόρια δεν έχουν βέβαια ακόμα ανακτήσει απόλυτα την πελατεία τους, γιατί ο κόσμος γενικά εξακολουθεί να είναι επιφυλακτικός και φοβισμένος», εκτιμά. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ οι αποστάσεις ανάμεσα στις διάφορες περιοχές της Κίνας είναι τεράστιες -π.χ, η Σιαμέν απέχει από το Πεκίνο τρεις ώρες με το αεροπλάνο- ωστόσο ο φόβος της πανδημίας έφτασε παντού και η κατάσταση, παρότι βελτιώθηκε τους τελευταίους μήνες, δεν έχει ακόμα πλήρως εξομαλυνθεί.
Αλεξάνδρα Γούτα