Το γήρας δεν είναι μία νόσος αλλά μία φυσιολογική διαδικασία που σχετίζεται με τη συσσώρευση των βλαβών που έχει υποστεί ο οργανισμός στη διάρκεια του βίου εξαιτίας εξωγενών και ενδογενών παραγόντων. Κι επειδή το γήρας δεν είναι νόσος, δεν υπάρχει φάρμακο ή γονίδιο ή τεχνική που μπορεί να θεραπεύσει ή να αντιστρέψει την πορεία του. Σήμερα στη Δυτική Ευρώπη το ποσοστό των ατόμων άνω των 80 ετών είναι 5,5% και υπολογίζεται ότι το 2050 θα ανέλθει στο 10%. Στην Ελλάδα η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων οφείλεται αφενός στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και αφετέρου στην υπογεννητικότητα. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας που εμφανίζονται μαζί με το γήρας ασχολείται η γηριατρική, η οποία όμως δεν έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα. Αυτό έχει ως συνέπεια οι ηλικιωμένοι να μην αντιμετωπίζονται από ειδικούς και να υποβάλλονται σε πάρα πολλές ιατρικές εξετάσεις , θεραπείες ή επεμβάσεις χωρίς να γίνεται αξιολόγηση του τι θα ήταν πιο ωφέλιμο για αυτούς.
Τα παραπάνω επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο περιθώριο του 2ου Προσυνεδριακού Σεμιναρίου της “European Geriatric Medicine Society-EuGMS”, με θέμα “Γηριατρικός ασθενής σε ανάγκη χρόνιας φροντίδας: από την κοινότητα στις δομές υγείας και πάλι πίσω” , ο καρδιολόγος- γηρίατρος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Νανσί στη Γαλλία και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Γηριατρικής Εταιρείας, Θάνος Mπενέτος. Στόχος του Σεμιναρίου, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, είναι να συζητήσουν και να συνεργαστούν ιατροί και επαγγελματίες υγείας σε θέματα που αφορούν τη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων.
“Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το γήρας δεν είναι μία νόσος την οποία, όπως πολλοί ισχυρίζονται, μπορούμε να θεραπεύσουμε με ένα φάρμακο ή με ένα γονίδιο ή με μία τεχνική . Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και δεν γίνεται. Όλοι θέλουμε να είμαστε στα 60, στα 70 και στα 80 όπως ήμασταν στα 20 και στα 30. Αυτό ευχαριστεί τον κόσμο, όμως οι υποσχέσεις που δίνουν οι διαφημίσεις με τα διάφορα “θαυματουργά ματζούνια” είναι ψεύτικες. Η γήρανση γενικότερα είναι μία φυσιολογική κατάσταση που έχει σχέση με όλες τις βλάβες που συσσωρεύονται στον οργανισμό από εξωγενείς και από ενδογενείς παράγοντες. Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει τη δυνατότητα να επιδιορθώνει βλάβες που υφίσταται από τις “επιθέσεις” που δέχεται ή να αντιστέκεται σε αυτές τις επιθέσεις. Με το πέρασμα των χρόνων και ανάλογα με τις βλάβες που έχει υποστεί ένας οργανισμός ο μηχανισμός επιδιόρθωσης φθείρεται. Και αυτό έχει σχέση με διάφορους παράγοντες. Ο τρόπος που γερνάει κανείς έχει σχέση με το πως ζει ως νέος. Κάποιος που κάνει καθιστική ζωή, δεν ασκείται, καπνίζει και δεν προσέχει τη διατροφή του, θα γεράσει γρηγορότερα. Επίσης η ταχύτητα με την οποία ένας οργανισμός γερνάει εξαρτάται και από γενετικούς παράγοντες. Σε γενικές γραμμές η γήρανση είναι ένας συνδυασμός περιβαλλοντικών, γενετικών και τυχαίων παραγόντων. Όλος αυτός ο συνδυασμός θα καθορίσει πόσο περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα θα επέλθει η γήρανση” επισημαίνει ο κ. Μπενέτος.
Με το γήρας επέρχεται έκπτωση στη φυσική, την πνευματική, τη ψυχολογική και γενικότερα τη λειτουργική κατάσταση των ανθρώπων και εμφανίζονται χρόνιες παθήσεις όπως, καρδιακή ανεπάρκεια, υπέρταση, οστεοπόρωση, ,Αλτσχάιμερ κλπ. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ Μπενέτος υπάρχει πολύ μεγάλη ετερογένεια στη γενική κατάσταση των ατόμων ηλικίας άνω των 75-80 ετών. Παράλληλα αναφέρει ότι σήμερα ένας άνθρωπος 65 ή 70 ετών δεν χαρακτηρίζεται ως ηλικιωμένος και έχει μεγάλη διαφορά από ένα άτομο αντίστοιχης ηλικίας που ζούσε πριν 30 ή 40 χρόνια .
“Σήμερα κάποιος που είναι 70 ετών στην Ελλάδα ή στη Γαλλία έχει κατά μέσο όρο άλλα περίπου 15 χρόνια επιβίωσης. Μετά τα 80 πολλοί άνθρωποι έχουν προβλήματα υγείας ή περισσότερα προβλήματα υγείας. Το ζητούμενο δεν είναι η αθανασία. Θα ήταν χίμαιρα να πιστεύουμε ότι θα γίνουμε αθάνατοι ή ότι με τον πρόοδο της επιστήμης θα ζούμε πάρα πολύ και ότι μέχρι την τελευταία στιγμή θα είμαστε σε καταπληκτική φόρμα. Στην πράξη αυξήσαμε πολύ το προσδόκιμο επιβίωσης και ελαττώσαμε πολύ τη θνησιμότητα από βαριά νοσήματα. Πχ πριν 40 χρόνια κάποιος που πάθαινε έμφραγμα είχε 50% πιθανότητα να πεθάνει στους επόμενους 6 μήνες. Σήμερα έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να ζήσει αλλά θα έχει αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσει αργότερα καρδιαγγειακά και άλλα προβλήματα. Το ζητούμενο είναι να βρίσκουμε τρόπους και να αναπτύξουμε και τις θεραπευτικές και τις προληπτικές δράσεις ώστε να αποφεύγουμε αυτές τις βαριές χρόνιες ασθένειες. Αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να καταλάβουμε ότι συχνά στα τελευταία χρόνια της ζωής μεγάλο ποσοστό ατόμων θα έχουν κάποιες συνέπειες της γήρανσης και αυτό είναι αναπόφευκτο” σημειώνει ο κ. Μπενέτος .
Ο ρόλος της γηριατρικής, όπως αναφέρει ο κ. Μπενέτος είναι η αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του ηλικιωμένου σε συνεργασία με τον γενικό γιατρό, η ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό να γίνει και ποιες θεραπείες ενδείκνυνται ανά περίπτωση και η ρύθμιση του γηριατρικού ασθενούς κατά την παραμονή τους στο σπίτι ή σε κάποιο ίδρυμα. Επίσης σε άτομα 65-70 ετών με τις δυνατότητες που παρέχονται σήμερα, μπορεί να αναγνωριστούν τα πρώτα σημάδια σχετικά με το ποιοι από αυτούς έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να χάσουν την αυτονομία τους σε μία 10ετία.
“Οι γηρίατροι συνεργάζονται με άλλες ειδικότητες και ιδίως με ογκολόγους, ορθοπαιδικούς, καρδιολόγους όταν τα ηλικιωμένα άτομα πρέπει να υποστούν μία βαριά χειρουργική επέμβαση ή φαρμακευτική θεραπεία. Εκτιμούν τους κινδύνους σε σχέση με αυτή τη θεραπεία, αν θα είναι θετική ή αρνητική, ποιοί είναι οι πιθανοί κίνδυνοι από τη θεραπευτική αγωγή και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αναισθησία κλπ. Παλιά λέγανε να μη χειρουργείται κάποιος που είναι άνω των 80. Σήμερα όμως μπορεί κάποιος στα 79 να είναι σε πολύ κακή κατάσταση και αυτός που είναι 85 να είναι σε πάρα πολύ καλή. Το να βάζουμε, ως βάση, την ηλικία είναι πολύ λανθασμένο. Ο κάθε ασθενής πρέπει αντιμετωπίζεται ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του” αναφέρει ο κ. Μπενέτος και προσθέτει: “Προσπαθούμε να πείσουμε όλες τις χώρες και τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν περισσότερο τις γηριατρικές δομές και έξω από το νοσοκομείο και μέσα στα νοσοκομεία. Δυστυχώς η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Δυτική Ευρώπη όπου δεν έχει αναγνωριστεί η γηριατρική. Ελπίζω όμως ότι σύντομα θα εισακουστούμε και ότι αυτή η ανωμαλία θα εξαλειφθεί”.
Αγγέλα Φωτοπούλου