Αυτή θα είναι η νέα πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης. Μια πλατεία στην οποία ο χαρακτήρας της, ως ανοιχτός ενιαίος δημόσιος χώρος, διατηρείται, αλλά ταυτόχρονα γίνεται πιο φιλικός για τους πολίτες στη διάρκεια υψηλών θερμοκρασιών με την προσθήκη ενός συστήματος εκτοξευτήρων υδατονέφωσης – δροσισμού.
Σε όλο το μήκος της οδού Αριστοτέλους αλλά και περιμετρικά της πλατείας προστίθεται υψηλή και χαμηλή βλάστηση, με το κεντρικό τμήμα της ελεύθερο. Για να καταλήξει σε μια ανανεωμένη πλατεία επί της οδού Εγνατίας, που μετατρέπεται σε έναν αστικό κήπο με δέντρα στο κέντρο της.
Επτά μήνες μετά την υποβολή της οριστικής μελέτης στον δήμο Θεσσαλονίκης από την ομάδα που επικράτησε στον διεθνή διαγωνισμό του 2021, τα σχέδια για την ανάπλαση της σημαντικότερης πλατείας και πεζοδρόμου της Θεσσαλονίκης λαμβάνουν πλέον την οριστική μορφή τους. Προηγήθηκε μια διαδικασία συζήτησης και υποβολής παρατηρήσεων από τον δήμο και τις άλλες συναρμόδιες υπηρεσίες, μέσα από την οποία, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, δόθηκαν κατευθύνσεις για επιμέρους τροποποιήσεις στην αρχική πρόταση χωρίς να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της.
Οι σημαντικότερες αλλαγές αφορούν το είδος και τη θέση των δέντρων, αλλά και την αύξηση των επιφανειών χαμηλής βλάστησης (παρτέρια) τόσο στον άξονα όσο και στην πλατεία Αριστοτέλους.
Κεντρικό στοιχείο στην πρόταση παραμένει μια μεγάλη επιφάνεια (διαστάσεων 57×19 μέτρων) στην καρδιά της πλατείας.
«Η πλατεία Αριστοτέλους είναι σημαντικό να παραμείνει κενή, ανοιχτή, ως αστικός δημόσιος χώρος. Αυτό που προτείναμε ήταν σε τμήμα της επιφανείας της να υπάρχουν πίδακες που εκτοξεύουν όχι νερό αλλά υδρατμούς, δημιουργώντας ένα δροσερό νεφέλωμα», εξηγούν οι μελετήτριες Αριάδνη Βοζάνη, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ, και η Εβίτα Φανού, υποψήφια διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ. «Το σύστημα αυτό προτείνεται να λειτουργεί ελεγχόμενα κατά τους θερινούς μήνες, βελτιώνοντας το μικροκλίμα. Παράλληλα δημιουργεί έναν πόλο έλξης παιχνιδιού σε μια “ανακλαστική” επιφάνεια, που όταν λειτουργεί καθρεφτίζει τμήμα των κτιρίων που περιβάλλουν την πλατεία».
Η επιφάνεια αυτή διαχωρίζεται από την υπόλοιπη πλατεία με διαφορετικό υλικό δαπεδόστρωσης (χυτό σκυρόδεμα). Στο υψηλότερο σημείο της πλατείας, σε απόσταση 12 μέτρων από τον δρόμο δημιουργούνται τρία πλατύσκαλα, που μπορούν να λειτουργήσουν και ως χώρος ανάπαυσης. Η διαφορά στάθμης «σβήνει» σταδιακά λόγω της φυσικής κλίσης της πλατείας. Τους αρχιτέκτονες απασχόλησε και η συντήρηση, οι πιθανοί βανδαλισμοί και βλάβες στο σύστημα εκτόξευσης υδρατμών, γι’ αυτό υπέδειξαν την πιο ανθεκτική τεχνολογία.
Η περιοχή του κεντρικού τμήματος μπορεί να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως χώρος εκδηλώσεων (προφανώς όχι με σταθερές κατασκευές, αλλά στηριζόμενες σε έρμα). Δίνεται ωστόσο η δυνατότητα αγκυρώσεων κατασκευών σε δύο σημεία (στο «πέταλο» για το χριστουγεννιάτικο δέντρο και νότια της επιφάνειας υδατονέφωσης) με κρυφές εγκαταστάσεις σε φρεάτια.
Οι μελετητές προτείνουν τα τραπεζοκαθίσματα στην πλατεία Αριστοτέλους να καλύπτονται από μεγάλα σταθερά σκίαστρα με κεντρική στήριξη. Ο δήμος Θεσσαλονίκης ζήτησε να τοποθετηθούν πέργκολες.
Αντιθέτως, η πλατεία επί της Εγνατίας (στο άλλο άκρο της περιοχής ανάπλασης) μετατρέπεται σε έναν αστικό κήπο. Οι φοίνικες που είχαν αρχικά επιλεγεί αντικαταστάθηκαν από προύνους λόγω μεγαλύτερης ανθεκτικότητας σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ ενσωματώθηκε και ένα γραμμικό στοιχείο νερού. Η στροφή λεωφορείων που γίνεται σήμερα εκεί θα μεταφερθεί σε άλλο σημείο με τη σύμφωνη γνώμη του δήμου.
Αλλαγές στη βλάστηση (σε σχέση με την αρχική πρόταση) υπάρχουν και στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου αντί για φοίνικες επελέγησαν αριές (τύπος βελανιδιάς). Τα δέντρα θα τοποθετηθούν εκατέρωθεν του κεντρικού τμήματος και σε ικανή απόσταση από τα κτίρια, ώστε να μην κρύβουν τις προσόψεις τους.
Η οδός Αριστοτέλους, που πεζοδρομημένη ενώνει την πλατεία Αριστοτέλους με την πλατεία επί της Εγνατίας, οργανώνεται λειτουργικά σε ζώνες. Στο κέντρο της βρίσκεται η ζώνη περιπάτου που είναι και η μεγαλύτερη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχική μελέτη τροποποιήθηκε σε σχέση με τα τραπεζοκαθίσματα. Ο δήμος ζήτησε να ενταχθούν τόσο επί της οδού Αριστοτέλους όσο και στο «πέταλο» της πλατείας Αριστοτέλους ζώνες τραπεζοκαθισμάτων, τις οποίες στην πλατεία και στο πέταλο Αριστοτέλους οι αρχιτέκτονες διαχωρίζουν με μια ελαφρά ανύψωση ώστε να μην μπορούν να επεκταθούν.
Επίσης, η νέα διοίκηση του δήμου ζήτησε πρόσφατα από τους μελετητές οι χώροι των τραπεζοκαθισμάτων στην πλατεία να καλύπτονται από πέργκολα με δυνατότητα κλειστού υαλοστασίου. Η αρχική πρόταση των μελετητών (που υποβλήθηκε ήδη στο ΥΠΠΟ) περιλαμβάνει στέγαστρα τύπου μεγάλης ομπρέλας με κεντρική στήριξη και διπλό ύφασμα για κάλυψη, ανθεκτικό για όλες τις καιρικές συνθήκες. Ετσι οι μελετητές θα υποβάλουν συμπληρωματικό φάκελο με την εναλλακτική που ζήτησε ο δήμος, αν και υποστηρίζουν ότι η αρχική τους πρόταση είναι η καταλληλότερη για την πιο εμβληματική πλατεία της πόλης.
Ποια είναι η συνέχεια; Η μελέτη έχει υποβληθεί προς έγκριση στο υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης και στην Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κεντρικής Μακεδονίας του υπουργείου Πολιτισμού. Λόγω της σημασίας της, η οριστική μελέτη θα πρέπει να εγκριθεί και από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Αντιδράσεις
«Ο δημόσιος χώρος είναι πεδίο αντιπαράθεσης. Ακριβώς επειδή συνδέεται με την ατομική και τη συλλογική μνήμη, οποιαδήποτε αλλαγή φέρνει αντιδράσεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχεις πάντα στο μυαλό σου όταν σχεδιάζεις έναν δημόσιο χώρο», λέει η κ. Βοζάνη. Οπως εξηγεί, η πρόταση της μελετητικής ομάδας ακολουθεί ορισμένες βασικές αρχές. «Κατ’ αρχάς, να υπάρχει μια αντιληπτική συνέχεια του συνόλου και των βασικών χαράξεων σε όλη την περιοχή επέμβασης και να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη θέαση προς τη θάλασσα. Να αναδειχθεί μια ιδιαίτερη ταυτότητα στις δύο πλατείες, ενώ ο άξονας της οδού Αριστοτέλους να λειτουργεί ως κεντρική αρτηρία περιπάτου, με επιμέρους ζώνες ώστε να επιτρέπονται διαφορετικού ρυθμού κινήσεις και στάσεις, αλλά και να επιτρέπονται οι εγκάρσιες κινήσεις. Ως προς τη δαπεδόστρωση, η πρότασή μας έχει αναφορά σε δύο διαφορετικά υπόβαθρα: τον σύγχρονο αστικό ιστό και τις χαράξεις της πόλης πριν από την πυρκαγιά του 1917, ως “νήματα μνήμης”. Τέλος, εισάγουμε το στοιχείο του νερού με διαφορετικά στοιχεία ανάλογα με την περιοχή της πρότασης και φροντίζουμε να αναδειχθούν οι όψεις των κτιρίων».
Η πρόταση σκοπίμως δεν είναι ιδιαίτερα παρεμβατική. «Είναι μια ήπια πρόταση σχεδιασμού με συμμετρική οργάνωση του χώρου. Κεντρική πρόθεση είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των χαρακτηριστικών του δημόσιου χώρου, η διασύνδεσή του με την ευρύτερη πόλη και η αναβάθμιση της εμπειρίας περιπάτου, συναντήσεων και δράσεων που συγκεντρώνει η περιοχή μελέτης και η κεντρική πλατεία της Θεσσαλονίκης».
Τα σχέδια μετά την πυρκαγιά του 1917 και η εξέλιξη
H πυρκαγιά του 1917, πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και πέντε χρόνια πριν από τη Mικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, αποτελεί ένα γεγονός-ορόσημο στην ιστορία της πόλης. Η πυρκαγιά έκαψε σε 32 ώρες 120 εκτάρια του σημαντικότερου τμήματος του κέντρου, καταστρέφοντας 9.500 κτίσματα, μεταξύ των οποίων μεγάλο αριθμό συναγωγών και την αρχιραββινεία, τζαμιά και χριστιανικούς ναούς.
Αμέσως μετά την πυρκαγιά, η κυβέρνηση Bενιζέλου συγκρότησε μια επιτροπή, στην οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν ο Γάλλος αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Eρνέστ Eμπράρ, ο Aγγλος αρχιτέκτονας τοπίου Tόμας Mόσον, ο Γάλλος λοχαγός του μηχανικού Zοζέφ Πλεϊμπέρ, οι αρχιτέκτονες Aριστοτέλης Zάχος και Kωνσταντίνος Kιτσίκης, ο ειδικός λιμενολόγος Aγγελος Γκίνης και ο δήμαρχος της πόλης Kωνσταντίνος Aγγελάκης. Tο σχέδιο που εκπόνησε για τη Θεσσαλονίκη η Διεθνής Eπιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του Eμπράρ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μεταφορά των κυρίαρχων σχεδιαστικών απόψεων της εποχής στις τοπικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες.
H καρδιά του κέντρου διαμορφώθηκε με δύο πλατείες συνδεόμενες με μια λεωφόρο κάθετη προς τη θάλασσα, που αφήνει ελεύθερη στο εσωτερικό της πόλης τη θέα προς τον Oλυμπο. H «πολιτική» πλατεία, δίπλα στον χώρο όπου αργότερα ανασκάφηκε η αρχαία αγορά, θα συγκέντρωνε το δημαρχείο, το δικαστικό μέγαρο και τα κτίρια των δημοσίων υπηρεσιών. H δεύτερη πλατεία, η σημερινή Aριστοτέλους, τόπος λιανικού εμπορίου και αναψυχής, υπογράμμιζε, σύμφωνα με το πρότυπο της Piazzetta της Bενετίας, το άνοιγμα της πόλης προς τη θάλασσα. Για τα κτίρια που βρίσκονταν στις δύο πλατείες και στον συνδετικό άξονα επιβλήθηκε το λεγόμενο «νεοβυζαντινό» στυλ, ώστε σε συνδυασμό με τα δημόσια κτίρια να λειτουργήσουν ως ένα μνημειακό σύνολο για την πόλη.
Οι δύο πλατείες συνδέονταν με τη λεωφόρο Κοινωνίας των Εθνών κάθετη στο παράλιο μέτωπο, τη σημερινή οδό Αριστοτέλους. Στο κέντρο της σημερινής πλατείας Αριστοτέλους προτεινόταν έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα πρότυπα των πλατειών σε πρωτεύουσες της Ευρώπης, ενώ σε επαφή με τη θάλασσα προβλεπόταν ζώνη περιπάτου σε χαμηλότερη στάθμη από τον δρόμο.
Η τελική μορφή της πλατείας Αριστοτέλους ολοκληρώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση τη δεκαετία του 1960, όταν ανεγέρθηκαν και τα τελευταία κτίρια που την ορίζουν με λιτότερη μορφολογία των όψεων και αλλαγές στην ογκοπλασία από τα αρχικά σχέδια. Εκτοτε η πλατεία Αριστοτέλους χαρακτηρίζεται από τον κεντρικό κενό χώρο με τα εκατέρωθεν παρτέρια και τις περιοχές τραπεζοκαθισμάτων που σταδιακά μέσα στα χρόνια επεκτάθηκαν μέχρι τις στοές των κτιρίων.
Οι πληροφορίες προέρχονται από το κείμενο της καθηγήτριας του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, Αλέκας Καραδήμου-Γερόλυμπου, «Η Θεσσαλονίκη πριν και μετά από τον Ερνέστ Εμπράρ».
Πηγή: kathimerini.gr