Της Άννας Ευθυμίου, Δικηγόρου, πολιτεύτριας ΝΔ Α΄ Θεσσαλονίκης
Η Βόρεια Ελλάδα τον τελευταίο μήνα έχει γίνει αυτόπτης μάρτυρας σκηνών βίας τόσο στα σοβαρά επεισόδια κατά των διαδηλωτών στο Πισοδέρι που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια κατά της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ που υπεγράφη στις Πρέσπες, όσο και στον αποτρόπαιο ξυλοδαρμό του δημάρχου Θεσσαλονίκης, κ. Μπουτάρη.
Τα γεγονότα αυτά ανέδειξαν για μια ακόμα φορά το πρόβλημα της βίας που έχει εισβάλει με σταθερή συχνότητα στην πολιτική ζωή του τόπου και όχι μόνον.
Το φαινόμενο έλαβε διαστάσεις μετά το 2010, όταν κάποιοι το θεώρησαν ως αντίδοτο στη «βία των μνημονίων». Σε όλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του αντιμνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεινε το μάτι προς τις ακραίες αντιδράσεις των «αγανακτισμένων» πολιτών. Ενδεικτικά θυμίζω ότι στις 26 Οκτωβρίου 2011, δύο μέρες πριν την παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, η οποία διεκόπη επεισοδιακά, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε: «Η αντίδραση έχει φτάσει και στις παρελάσεις… Δεν θα μπορούν να σταθούν ούτε σε κοινωνική εκδήλωση αν συνεχίσουν έτσι».
Τα τελευταία τρία χρόνια οι μειοψηφίες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την ανοχή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ – απόρροια των ιδεολογικών αγκυλώσεων της – απέναντι τους. Περίτρανη απόδειξη το φαινόμενο των -σχεδόν καθημερινών- επιθέσεων της αναρχικής οργάνωσης του Ρουβίκωνα και η ευθεία απειλή που εξαπέλυσαν προς τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη.
Κι όμως: Ακόμα και σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταδικάζει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μόνο αν προέρχεται από την «άλλη» πλευρά.
Με απλά λόγια, το μήνυμα που επιλέγει να στείλει το κυβερνών κόμμα είναι περίπου αυτό: Μπορεί να έχουμε υπογράψει δύο Μνημόνια, να έχουμε… ταράξει τον κόσμο στους φόρους και να πετσοκόβουμε τις συντάξεις, αλλά είμαστε αριστεροί. Πράγμα που σημαίνει ότι καταδικάζουμε τη βία μόνο αν προέρχεται από φασίστες, ακροδεξιούς κ.λπ. και κάνουμε φθηνή αντιπολίτευση στη Νέα Δημοκρατία. Δηλαδή, για την Αριστερά η βία δεν είναι καταδικαστέα σε αξιακό επίπεδο, αλλά ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής.
Όσοι, όμως, εκτρέφουν τον κοινωνικό διχασμό και τον τυφλό πολιτικό φανατισμό προσβλέποντας σε πρόσκαιρα οφέλη δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη Δημοκρατία. Και ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι αυτοί που γεννούν τη βία γίνονται θύματα της γιατί αυτή εξελίσσεται σε φυσικό εχθρό τους. Ας γίνει κατανοητό από όλους, πως η βία στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν έχει χρώμα και είναι ένα αποκρουστικό φαινόμενο.
Είναι καιρός τα κόμματα εξουσίας να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να συμφωνήσουν σε δραστικά μέτρα για να δαμάσουν το τέρας της βίας. Ένα κράτος που σέβεται τον εαυτό του έχει ως πρώτιστη προτεραιότητα την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018