Του Γιάννη Συμεωνίδη
Είμαι ο τελευταίος που θα ισχυριστεί πως η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία πλησιάζει έστω την τελειότητα. Όταν την εποχή των μεγάλων επιτευγμάτων τής τεχνολογίας ο λαός εξακολουθεί να είναι αποκομμένος από τη λήψη των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή του κι αντ’ αυτού ψηφίζουν 300, τους οποίους μπορεί να αλλάξει μόνο μετά από τέσσερα χρόνια, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Η άμεση δημοκρατία είναι πολύ πιο εφικτή σήμερα από όσο μας επιτρέπουν να αποδεχθούμε οι νομείς τής εξουσίας…
Όταν, όμως, η ζωή σού δίνει κάτι που δεν σου αρέσει ναι μεν προσπαθείς να το αλλάξεις, αλλά στο μεσοδιάστημα επιχειρείς να πετύχεις όσο το δυνατό περισσότερα με όσα έχεις στα χέρια σου. Κι αυτό που έχουμε στις 7 Ιουλίου είναι η ψήφος μας, την οποία οφείλουμε να διαχειριστούμε με συναίσθηση τόσο του ατομικού όσο, όμως, κυρίως του συλλογικού μας συμφέροντος. Είμαστε ως ένα βαθμό συνυπεύθυνοι γι’ αυτούς που μας κυβερνούν. Αν, βεβαίως, θέλουμε να τιμάμε τον τίτλο τού πολίτη” κι όχι απλώς να περιφέρουμε την ανευθυνότητά μας ως μετάλλιο τιμής για την από την εξέδρα “αγιότητά” μας…
Μόνο, εξάλλου, όταν έχουμε δώσει τη εμπιστοσύνη μας σε ένα κόμμα και σε έναν πολιτικό αρχηγό, πολλώ δε μάλλον εφόσον εκλεγούν, έχουμε το δικαίωμα ακόμα και να τους βρίζουμε για τα πεπραγμένα τους. Δεν προτείνω, φυσικά, να απαγορευτεί η άσκηση κριτικής από όσους απέχουν της εκλογικής διαδικασίας ούτε έχω έρθει από τον Άρη για να μην κατανοώ τη δυσαρέσκειά πολλών για τα όσα συμβαίνουν στο δημόσιο βίο. Η αποχή, όμως, είναι λούμπεν πολιτική τοποθέτηση, άρνηση ανάληψης του ρίσκου τής απογοήτευσης, εν τέλει παράδοση της επιλογής διακυβέρνησης για την επόμενη τετραετία σε όσους συμμετάσχουν στην ψηφοφορία…