Του Γιάννη Σαρίδη
Αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση, που ήξερα πολύ καλά, ότι οφείλω και θα πρέπει να απαντήσω στους Θεσσαλονικείς, την ίδια εκείνη στιγμή που αποφάσιζα, ότι θα βγώ να τους ζητήσω την ψήφο τους. Και η ψήφος είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Πόσο μάλλον το να βγεις να την ζητήσεις, ειδικά τη σήμερον ημέρα, ειδικά στην Ά Θεσσαλονίκης, ειδικά με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα κατακαλόκαιρο.
Την γνώμη μου για την αξία της δημοκρατικής ψήφου την έχω πει πολλές φορές και μάλιστα από το βήμα της Ολομέλειας. Άποψη μου είναι πως θα πρέπει να ξεκινάμε να μαθαίνουμε την αξία της στα παιδιά μας όσο νωρίτερα το επιτρέπει αυτό η παιδαγωγική επιστήμη.
Συνηθίζουμε να λέμε στα παιδιά μας να προσέχουν που βάζουν την υπογραφή τους αλλά δεν τους λέμε -το αποφεύγουμε για κάποιο λόγο- ότι με την ψήφο τους είναι που παραδίδουν το δικαίωμα της υπογραφής τους σε αυτόν που ψήφισαν και με την αποχή τους είναι που παραδίδουν το δικαίωμα της υπογραφής τους στον πρώτο, εκείνον που παίρνει το δωράκι, το περίφημο bonus των 50 κοινοβουλευτικών εδρών…! Πενήντα !!! (και ολογράφως μήπως και εντυπωσιαστεί κάποιος ή κάποια που θα τύχει να διαβάζει αυτές τις αράδες, από το μέγεθος της αλλοίωσης της λαϊκής βούλησης που προκαλεί η αποχή του/της και σηκωθεί να πάει να ψηφίσει…).
Ίσως από εκεί να ξεκινάνε όλα τα στραβά. Από το γεγονός δηλαδή πως -κατά την γνώμη μου- δεν έχουμε φροντίσει να ξέρουμε, να γνωρίζουμε, να θυμόμαστε, να συζητάμε ως κοινωνία ποια είναι η πραγματική, η χειροπιαστή, η γραφειοκρατική, η επίσημη αξία της ψήφου μας. Και αυτό το βρίσκω περίεργο και με προβληματίζει καθώς -όπως το επαλήθευσα κατά την κοινοβουλευτική μου θητεία- όλα όσα έχουν συμβεί στον ελληνικό λαό έχουν γίνει με την επίσημη νόμιμη υπογραφή του. Αυτή που παραδίδει εν λευκώ σε αυτόν που ψηφίζει.
Ποια άραγε είναι η πραγματική δύναμη της Δημοκρατίας στον τόπο μας; Ποια είναι η δύναμη της ατομικής επιλογής καθενός και καθεμιάς ανάμεσα μας; Ποια είναι η δύναμη της ψήφου μας; Ποια είναι η δύναμη του απλού πολίτη; Αυτουνού που δεν έχει μπάρμπα στην Κορώνη, που δεν έχει βύσμα, που δεν διαβάζει εφημερίδες, αυτουνού που δεν γλύφει και δεν λαδώνει για να κάνει την δουλειά του. Αυτή είναι και η δύναμη της Δημοκρατίας. Πόση είναι η δύναμη του πιο φτωχού ανάμεσα μας; Του πιο αδικημένου; Του πιο ταλαιπωρημένου; Του άτυχου; Τόση είναι και η δύναμη της Δημοκρατίας στον τόπο μας.
Αυτό το ένα ερώτημα (το ίδιο είναι όπως και να το πει κανείς) είναι που θα έπρεπε κυρίως και διαρκώς να απασχολεί όσους πολιτεύονται και δημοσιολογούν στο όνομα της Δημοκρατίας. Αυτό πιστεύω εγώ. Η Δημοκρατία είναι που μας εξασφαλίζει άλλωστε το δικαίωμα να μιλάμε ελεύθερα.
Το πρόβλημα είναι πως πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα πως η Δημοκρατία σε έναν τόπο είναι τόσο ισχυρή όσο η φωνή του απλούστερου των απλών πολιτών πολίτη που δεν θέλησε ποτέ κάτι παραπάνω από την ησυχία του να απολαύσει την ελευθερία του αναλαμβάνοντας πρόθυμα τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που του αναλογούν στο κόστος της Δημοκρατίας.
Γιατί πράγματι, όπως είναι γνωστό παγκοσμίως η Δημοκρατία κοστίζει. Ειδικά δε εδώ στην πατρίδα μας το ξέρουμε αυτό ήδη από τα πολύ παλιά, τα αρχαία τα χρόνια. Όπως γνωρίζουμε επίσης πως και η Ελευθερία να κυβερνιέσαι από την Δημοκρατία κοστίζει και μάλιστα σε αίμα.
Και ενώ τα ξέρουμε όλα αυτά, παραδόξως δεν έχουμε καταφέρει ακόμα -σε αυτόν τον ιερό για την Δημοκρατία τόπο, “το λίκνο της” όπως το αποκαλούν όλοι οι υπόλοιποι- να αποκτήσει η δημοκρατική και ελεύθερη ψήφος μας την δύναμη εκείνη που μας αξίζει, την δύναμη δηλαδή που προβλέπεται να έχουμε σε μια Δημοκρατία, ως απλοί πολίτες, ελεύθεροι άνθρωποι που θέλουν απλά να ζήσουν ελεύθερα προσπαθώντας να ευτυχήσουν, να αγαπήσουν, να χαρούν.
Για τις Πρέσπες λοιπόν εκείνο που θα λέω, είναι το ίδιο που θα λέω και για τα Μνημόνια, είναι το ίδιο που θα λέω και για όλα όσα συμβαίνουν στην Χώρα μου παρά την θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπολιτών μου. Αυτή είναι φίλες και φίλοι η δύναμη της Δημοκρατίας. Προσέξτε πολύ καλά λοιπόν το που την δίνετε.
Γιατί αυτή η δύναμη είναι σαν την πυρηνική ενέργεια. Είναι τέτοια που μπορεί είτε να ευεργετήσει είτε να μας συντρίψει ως άτομα αλλά και ως κοινωνία. Πολλά τα παραδείγματα που έχουμε να αναφέρουμε ως Ελλάδα, όπως και πολλά τα πειράματα που έγιναν πάνω στους Έλληνες.
Παρά την θέληση μας τον Αύγουστο του 2015 πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα και 225 βουλευτές ψήφισαν Μνημόνιο όπως είχαν κάνει νωρίτερα και άλλοι συνάδελφοι τους σε προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Από εκείνη την ημέρα δεν ξανασυμφώνησαν σχεδόν για τίποτα τόσοι βουλευτές, ούτε καν φυσικά για το ποιο είναι το καλό για τον τόπο και το δημόσιο και εθνικό συμφέρον.
Ακόμα λιγότεροι βουλευτές χρειάστηκαν για να περάσουν οι Πρέσπες ή για να περάσει ο Προϋπολογισμός ή για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η Κυβέρνηση. Αλλά και αυτά έγιναν και μάλιστα με τη νόμιμη δημοκρατική έγκριση των Ελλήνων δια μέσου των 300 εκπροσώπων του, 50 εκ των οποίων έγιναν βουλευτές εξαιτίας ενός νόμου και όχι γιατί τους επέλεξαν οι πολίτες.
Στις τελευταίες μάλιστα εκλογές κατά τις οποίες έγινα και εγώ βουλευτής οι πολίτες δεν επέλεξαν καν τους βουλευτές τους. Το έκαναν οι αρχηγοί των κομμάτων που ψήφισαν οι Έλληνες.
Τι έχω λοιπόν να πω για τις Πρέσπες; Πρώτα απ’ όλα αυτό που έχω να πω είναι πως καταψήφισα την εν λόγω συμφωνία και πως την πολέμησα με όλη μου την θέληση παρουσιάζοντας λογικά επιχειρήματα μέσα στο Κοινοβούλιο και σε κάθε ευκαιρία που μου εξασφάλισαν και με κάθε κοινοβουλευτικό εργαλείο που μου προσέφεραν το Σύνταγμα και ο Κανονισμος της Βουλής των Ελλήνων.
Είναι όλα δημόσια, καταγεγραμμένα στα πρακτικά, αποτελούν πλέον κομμάτι της κοινοβουλευτικής Ιστορίας μας, όπως άλλωστε όλες οι λέξεις που ειπώθηκαν και ακούστηκαν εκείνες τις ημέρες του περασμένου Γενάρη στην αίθουσα της Ολομέλειας.
Σήμερα όμως έχω πράγματι να προσθέσω κάποια πράγματα και θα ξεκινήσω διατυπώνοντας με δικά μου λόγια την ερώτηση που άκουσα να θέτει πρώτος ο Πρωθυπουργός από το εξωτερικό. Τί θα σήμαινε για την Άμυνα της Χώρας αν σήμερα -ειδικά αυτές τις μέρες- πετούσαν Τούρκοι πάνω από τα Σκόπια αντί του ελληνικού ζεύγους μαχητικών αεροσκαφών που επιτηρούν αυτή την στιγμή τον εναέριο χώρο της γείτονος; Και όποιος αναρωτιέται πόσο πιθανό ήταν να συμβεί κάτι τέτοιο μάλλον δεν είναι καλά ενημερωμένος.
Στην συνέχεια θα ήθελα να επαναλάβω το πρώτο πράγμα που είπα ποτέ για το ζήτημα αυτό, στις 17 Ιανουαρίου 2018. Είπα λοιπόν τότε -και το επανέλαβα πολλές φορές από τότε- πως πρέπει να προσέξουμε πολύ καλά το σε τί βαθμό θα δεσμεύσουμε την Χώρα στην προσπάθεια μας να εμποδίσουμε την υλοποίηση της απόφαση των τουρκικών υπηρεσιών να ανοίξουν -πέραν των άλλων δύο (Θράκη-Αιγαίο, Κύπρος) και ένα τρίτο -βαλκανικό- μέτωπο στα βόρεια της Ελλάδας. Το ίδιο πράγμα λίγους μήνες αργότερα το έλεγα με διαφορετικό τρόπο πια…
Λίγο πριν έρθει στην Βουλή η συμφωνία προειδοποιούσα πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χάρη που μπορούμε να κάνουμε στην Τουρκία από το να κυρώσουμε σήμερα την συμφωνία και την επόμενη μέρα να πάμε να την καταγγείλουμε. Μεγαλύτερο λάθος από αυτό δεν θα μπορούσε να κάνει η Ελλάδα. Και ο λόγος είναι απλός. Πολύ απλός και τον γνωρίζουν όλοι οι 300 μηδενός εξαιρουμένου.
Εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο, βασικό, εθνικό επιχείρημα που προτάσσουν διεθνώς και η Ελλάδα και η Κύπρος έναντι της Τουρκίας είναι πως εμείς οι Έλληνες σεβόμαστε το διεθνές δίκαιο, ενώ οι Τούρκοι όχι. Στην περίπτωση λοιπόν που ζητούσαμε να πάρουμε πίσω την εθνική υπογραφή μας, λίγους μήνες ή λίγα χρόνια από τότε που την βάλαμε θα ανατρέπαμε σε μια στιγμή το σύνολο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε σταθερά από το τέλος της Χούντας μέχρι και σήμερα.
Ταυτόχρονα μία τέτοια ενέργεια αυτοακύρωσης είναι βέβαιο πως θα είχε πολύ σοβαρές συνέπειες και σε πολλά άλλα επίπεδα διεθνώς καθώς θα υπέσκαπτε την συμμετοχή μας στον πυρήνα της Ευρώπης και θα έπληττε το κύρος της χώρας μας παγκοσμίως.
Άρα, όπως γνωρίζουν όλες οι δημοκρατικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις το να καταγγείλουμε την συμφωνία αφού την υπογράψαμε θα είχε τραγικές επιπτώσεις και για την Εξωτερική Πολιτική αλλά και για την Άμυνα της Χώρας. Για αυτόν τον λόγο λοιπόν δύο μόνο είναι τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα για αυτό το θέμα. Και αυτά είναι (ιεραρχημένα κατά προτεραιότητα) τα εξής: α) να ξεριζώσουμε κάθε δραστηριότητα των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών στα Σκόπια και β) να παρακολουθούμε με αφοσίωση, πείσμα και σθένος, οργανωμένα, δημόσια και με τακτικό τρόπο την εφαρμογή της συμφωνίας.
Για το δεύτερο μάλιστα είμαι υπερήφανος που σε συνεργασία με το Κόμμα των Πειρατών Ελλάδας και τον πρόεδρο της Διοικούσας του Επιτροπής, τον Θανάση τον Γούναρη, υπήρξα ο πρώτος και ο μόνος Ελληνας βουλευτής που κατέθεσα την ακριβώς επόμενη μέρα της κύρωσης της συμφωνίας την ίδια ακριβώς ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου σε όλα τα ελληνικά Υπουργεία: “Ποιες είναι οι υποχρεώσεις προκύπτουν για το Υπουργείο σας ως αποτέλεσμα της κύρωσης της συμφωνίας;”. Μια ερώτηση που σήμερα μοιάζει να απασχολεί τους πάντες…
Κλείνοντας, αυτό που έχω να πω για τις Πρέσπες είναι το εξής: Ζητάω από τους Θεσσαλονικείς να αναρωτηθούν ποιος (από τη στιγμή που κανείς δεν πρόκειται να την καταγγείλει) είναι αυτός που μπορεί να εποπτεύσει την συμφωνία καλύτερα για τα εθνικά συμφέροντα; Και όταν αναρωτιέστε σκεφτείτε πόσες αλήθειες σας έκρυψαν και ποιοι σας τις έκρυψαν και πότε σας τις έκρυψαν. Παίζει να το ξανακάνουν. Και αυτή την φορά το ανοιχτό θέμα δεν είναι μια λέξη. Αλλά η Κύπρος.
Υ.Γ. Και όσοι πέφτουν από τα σύννεφα πάλι και αναρωτιούνται τι σχέση μπορεί να έχει ο χώρος του Κέντρου (στον οποίο εξακολουθώ και ανήκω) με τον ΣΥΡΙΖΑ έχω δύο λέξεις να τους: Απλή Αναλογική, παληκάρια!
*Ο Γιάννης Σαρίδης είναι βουλευτής και εκ νέου υποψήφιος Α’ Θεσσαλονίκης