Του Χρήστου Τσαλικίδη
«Ο Παύλος Πολάκης είναι ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος του ΣΥΡΙΖΑ»! Η πατρότητα της φράσης ανήκει στον βουλευτή Β΄ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας Θόδωρο Καράογλου, ο οποίος την είπε χθες το πρωί στην εκπομπή «Πρώτη Είδηση» της ΕΡΤ. Και είχε δίκαιο!
Ο σημερινός αναπληρωτής υπουργός Υγείας είναι μια καρικατούρα της λαϊκότητας. Ένα πολιτικό «κουτσαβάκι» που συμπεριφέρεται ως κυβερνητικός «μπράβος», έχοντας πάντα λυμένη τη ζώνη ώστε να είναι έτοιμος για καυγά με όποιον… προσβάλλει τις αρχές και τις αξίες της δήθεν Αριστεράς που υπηρετεί.
Όποιος τα βάλει με τον Αλέξη Τσίπρα, θα βρει μπροστά του τον πολλά βαρύ Παύλο, ο οποίος δεν διστάζει να βρίζει, να προσβάλλει, να κάνει διαδικτυακό bulluying στους πολιτικούς του αντιπάλους, απειλώντας να βγάλει στη φόρα «άπλυτα» και «σκάνδαλα» που δεν επιβεβαιώνονται ποτέ. Επενδύει στις εντυπώσεις, παριστάνει τον «τιμωρό του κατεστημένου» και δεν έχει κανένα πρόβλημα να λειτουργεί ως «πιστόλι» του Μεγάρου Μαξίμου, χαράσσοντας πολλές φορές την κυβερνητική «γραμμή».
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που -με ύφος μαχαλόμαγκα- καμαρώνει για την φωτογραφία με το πιστόλι. Που τόνισε πρόσφατα πως «δεν είναι καταστροφή» οι 39 νεκροί από την γρίπη. Που καμάρωνε επειδή είχε διπλά βιβλία ως δήμαρχος. Που διόρισε στο κρατικό νοσοκομείο Νίκαιας για διευθυντή έναν φίλο του που κατείχε πλαστά πτυχία. Που με τραμπούκικη νοοτροπία ηχογραφεί τηλεφωνικές συνομιλίες με θεσμικούς παράγοντες, όπως ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, για να μοιράσει στη συνέχεια τη συζήτηση σε φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ και μόλις επεμβαίνει η Δικαιοσύνη τρέχει να τα.. μαζέψει.
Το δυστύχημα στην περίπτωσή του είναι πως δεν αρκείται στο ρόλο της κυβερνητικής «μασκότ» αλλά παραμένει υπουργός, προσωποποιώντας την κατάντια του πολιτικού μας προσωπικού.
Ο Παύλος Πολάκης μας γυρίζει πίσω στη δεκαετία του 1980. Τότε που το να χορεύεις βαρύ ζεϊμπέκικο όντας υπουργός, θεωρούνταν μαγκιά. Τότε που το να καπνίζεις σε κλειστό δημόσιο χώρο θεωρούνταν «αντίσταση». Τότε που κάποιοι έγιναν «φίρμες» εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη του κόσμου για το νέο που θα έφερνε την υποτιθέμενη αλλαγή. Αυτήν τη «δίψα» της κοινωνίας να πιαστεί από κάπου εκμεταλλεύτηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανέλθει στην εξουσία το 2015. Το 1981 οι τότε κυβερνώντες υποστήριζαν πως ΕΟΚ και ΝΑΤΟ ήταν το ίδιο συνδικάτο. Το 2015 οι σημερινοί υπόσχονταν ότι θα έσκιζαν τα μνημόνια στην πλατεία Συντάγματος και θα ήταν μέρα μεσημέρι. Φυσικά, τίποτα από τα δυο δεν έγινε γιατί πολύ απλά η καρέκλα της εξουσίας είναι γλυκιά. Τότε τα ζιβάγκο αντικαταστάθηκαν από τα κοστούμια. Σήμερα η «επανάσταση για την αλλαγή της Ελλάδας και της Ευρώπης» βαφτίστηκε «πολιτικός ορθολογισμός». Τελικά όλα τριγύρω αλλάζουν, μα όλα τα ίδια μένουν…
Και εμείς, ως κοινωνία, έχουμε τους Πολάκηδες που μας αξίζουν. Γιατί εμείς του δώσαμε την ευκαιρία να ζει τον μύθο του στην Ελλάδα των μνημονίων.
Εάν η εποχή που ζούμε δεν επισκιαζόταν από την οικονομική κρίση και τις αλλαγές που αυτή έχει επιφέρει στον τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων από μέρους μας και την ελαφρότητα (για να μην γράψω τον ωχαδερφισμό) που δείχνουμε σε μια σειρά ζητημάτων που άπτονται της αισθητικής μας, κανένας Πολάκης δεν θα χωρούσε στην καθημερινότητά μας. Θα ήταν μια γραφική φιγούρα που θα τον είχε αποβάλλει το ίδιο σύστημα και όχι ένας από τους βασικότερους συνεργάτες του πρωθυπουργού. Δεν θα έβρισκε χώρο να δράσει, ούτε ακροατήριο να τον ακούσει επειδή υποτίθεται ότι τα λέει «χύμα και τσουβαλάτα». Πολύ περισσότερο δεν θα «πουλούσε» στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Απλά η περίπτωσή του επιβεβαιώνει μια φράση που μου είχε πει στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο αείμνηστος Μιλτιάδης Έβερτ. «Κάποτε, ανέβαινα στο βήμα της Ολομέλειας της Βουλής και έβλεπα στα έδρανα τουλάχιστον 10 υποψήφιους πρωθυπουργούς, ανεξαρτήτως κομμάτων. Πιστεύω πως έτσι που το πάμε δεν είναι μακριά ο καιρός που θα ανεβαίνουν οι επόμενοι στο ίδιο βήμα και στα έδρανα θα αντικρύζουν το χάος».
Δυστυχώς για όλους μας, ο Μιλτιάδης Έβερτ έβλεπε μπροστά…