του Χρήστου Μανταρτζίδη*
Το Ελληνικό Δημόσιο δανείζεται πλέον με τους ίδιους –περίπου- όρους που ισχύουν για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στην τελευταία έκδοση των 3μηνων Έντοκων Γραμμάτιων η απόδοση διαμορφώθηκε στο -0.020%, γεγονός που θεωρήθηκε ένα ακόμη θετικό σημάδι για την ελληνική οικονομία. Το Bloomberg σχολίασε πως «η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια τεράστια στροφή για την Ελλάδα η οποία πριν λίγα μόλις χρόνια είχε αποκλειστεί από τις αγορές».
Ο Γιάνης (με ένα ν) Βαρουφάκης, επικεφαλής του κόμματος ΜεΡΑ25 και πρώην Υπουργός Οικονομικών προφανώς δεν συμφωνεί με αυτό και σχολίασε με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο το αρνητικό επιτόκιο (έστω και οριακά) που πέτυχε η κυβέρνηση στην τελευταία δημοπρασία εντόκων γραμμάτιων: «Ζητωκραυγάζουν μόνον οι αδαείς/επιτήδειοι».
Τι σημαίνει όμως ο όρος αρνητικά επιτόκια; Σημαίνει ότι στο τέλος του δανεισμού ο δανειστής θα εισπράξει ονομαστική αξία που θα είναι μικρότερη από την αρχική. Πιο απλά ο δανειστής δανείζει 100 € και θα εισπράξει 99 € στο μέλλον. Δανείζει τα χρήματά του σε κάποιον και τον πληρώνει και από πάνω. Και γιατί να το κάνει αυτό; Διότι προφανώς προσδοκά ότι στο μέλλον τα 99 € θα αγοράζουν περισσότερα από ό,τι τα 100 € σήμερα. Και γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό το παράδοξο; Διότι πιστεύει πως η οικονομία θα εισέλθει σε φάση μεγάλης ύφεσης και συνθήκες αποπληθωρισμού. Αν συμβεί αυτό θα αυξηθεί η αγοραστική δύναμη του χρήματος λόγω του αποπληθωρισμού, δηλαδή λιγότερα χρήματα θα αγοράζουν περισσότερα πράγματα.
Όταν η χρήση των αρνητικών επιτοκίων αυξάνεται πολύ, αφορά πολύ μεγάλα ποσά και σε εκτείνεται σε πολλές χώρες. Αποτελεί -δεν προκαλεί- ένα σημάδι μιας επερχόμενης διεθνούς ύφεση, μιας μείωσης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Τον Ιούλιο του 2019 κυκλοφορούσαν σε παγκόσμια κλίμακα 13 τρισ. κρατικά ομόλογα με αρνητικά επιτόκια.
Τα ομόλογα αυτά εμπορεύονται στις διεθνείς χρηματαγορές. Αγοράζονται από κάποιες μεγάλες διεθνείς επενδυτικές για λογαριασμό πελατών τους ως ένα συντηρητικό επενδυτικό προϊόν που υπόσχεται α) ρευστότητα, β) ασφάλεια και σιγουριά και γ) προοιωνίζει πιθανή πτώση των παγκόσμιων αγορών. Αυτή όμως είναι η μια πλευρά του θέματος.
Στον αντίποδα, τα αρνητικά επιτόκια στηρίζουν τον κρατικό δανεισμό αλλά και τον ιδιωτικό σε κάποιες πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως τα αρνητικά επιτόκια είναι καλά για τους δανειζόμενους. Με αρνητικά επιτόκια στις επενδύσεις τους οι κεφαλαιούχοι προτιμούν να επενδύουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες με φθηνό δανεισμό μπορούν να αναπτυχθούν.
Τα αρνητικά επιτόκια εμφανίζονται ύστερα από αλλεπάλληλες μειώσεις των επιτοκίων ως εργαλείο για την τόνωση της οικονομίας. Μειώνοντας δηλαδή τα επιτόκια είναι πιο εύκολη η χρηματοδότηση της οικονομίας. Για παράδειγμα στις 22/9 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δάνεισε περισσότερα από 45 δις € σε τράπεζες των χωρών της ευρωζώνης με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια ώστε να αυξήσουν το δανεισμό τους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά στα πλαίσια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού. Επιπλέον δεν δίστασε (η ΕΚΤ) να οδηγήσει σε αρνητικό πρόσημο το καταθετικό επιτόκιο αποθαρρύνοντας τις Τράπεζες της Ευρωζώνης να «παρκάρουν» τα χρήματά τους σε αυτήν και αναγκάζοντάς τες να τα ρίξουν στην πραγματική οικονομία.
Η συνολική πολιτική των αρνητικών επιτοκίων στο πλαίσιο της προσπάθειας τόνωσης της πραγματικής οικονομίας έχει σαν αποτέλεσμα την παροχή φθηνών δανείων (είτε σαν δημόσιο χρέος είτε σαν ιδιωτικό) που αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο το παγκόσμιο χρέος. Αυξάνουν όμως και την κατανάλωση και αυτή με τη σειρά της αυξάνει τη ζήτηση. Αυτοί που δανείζονται (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις, ιδιώτες) ξοδεύουν (γι’ αυτό άλλωστε και δανείζονται) οπότε η αυξημένη ζήτηση αφενός εκτονώνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις και αφετέρου αυξάνει την οικονομική δραστηριότητα και φέρνει ανάπτυξη. Οπότε μακροοικονομικά η πολιτική αρνητικών επιτοκίων πετυχαίνει το στόχο της.
Στην ελληνική πραγματικότητα η παρατεταμένη μείωση των επιτοκίων ανοίγει το δρόμο για μια συνολική αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων οι οποίες δεινοπάθησαν μια δεκαετία τώρα.
*O Χρήστος Μανταρτζίδης είναι οικονομολόγος