Είναι Μάρτιος του 2019 και το κρύο ακόμα τσουχτερό, όταν η επιστήμονας Δώρα Πιτσόλη διεισδύει στον ορεινό όγκο της Μουργκάνας στην Ήπειρο, προσεγγίζοντας την κορυφή Γκορίλα σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων, και στέκεται μπροστά σε μια τεράστια φτελιά. Έχει φτάσει ως εκεί ψάχνοντας κάτι συγκεκριμένο και καθοδηγούμενη από το αρχειακό υλικό του Τμήματος Αμπέλου Αθηνών και τον αμπελοκαλλιεργητή Βασίλη Μίνη.
Σκαρφαλωμένη στο δέντρο, κοντά στο μοναστήρι του Ιωάννου Προδρόμου, είναι μια άγνωστη ποικιλία αμπέλου της Ηπείρου, που στην πορεία του χρόνου γλίτωσε από ασθένειες όπως η φυλλοξήρα, ακριβώς επειδή βρισκόταν απομονωμένη εκεί, σε μεγάλο υψόμετρο και όχι σε έναν οργανωμένο αμπελώνα, δίπλα σε άλλα κλήματα.
Πρόκειται για μία μόνο από τις περίπου 35 ποικιλίες αμπέλου, εκ των οποίων οι περισσότερες ερυθρές και οι επτά άγνωστες, κάποιες ξεχασμένες επί δεκαετίες, που ερευνητική ομάδα εντόπισε «οργώνοντας» επί μια πενταετία όλη την Ήπειρο, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Πύρρου Άμπελος 2014-2020». Το πρόγραμμα, με τίτλο «Φαινοτυπικός χαρακτηρισμός- Μοριακή ταυτοποίηση και οινολογική αξιολόγηση γηγενών ποικιλιών αμπέλου Περιφέρειας Ηπείρου», άρχισε το 2018 και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2023.
Στόχος της ερευνητικής αυτής αποστολής; Να «ξυπνήσει» ένας χαμένος πλούτος, που η έλλειψή του αποτυπώνεται σε ένα μάλλον παράξενο δεδομένο: Μέχρι σήμερα ο κατάλογος ταξινόμησης ποικιλιών αμπέλου που φύονται στην Ήπειρο περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο ξενόφερτες ποικιλίες -ελάχιστες γηγενείς.
Ο στόχος του προγράμματος ήταν πενταπλός: Εντοπισμός των γηγενών ποικιλιών, αμπελογραφική περιγραφή και αξιολόγηση των εγγεγραμμένων ή μη στον εθνικό κατάλογο, γενετική ταυτοποίηση και επιγενετική ανάλυση για έλεγχο ταυτότητας και σταθερότητας πολλαπλασιαστικού υλικού, αξιολόγηση του οινικού δυναμικού μέσω μικροοινοποιήσεων και χημικών αναλύσεων και δημιουργία ψηφιακής βάσης δεδομένων με χωρικές, αμπελογραφικές και μοριακές πληροφορίες.
Οδηγώντας στα χιόνια, συναντώντας αγέλες λύκων και περπατώντας δίπλα στα πατήματα της αρκούδας
«Το 2018, οπότε άρχισε το πρόγραμμα, ήταν καιρικά πολύ δύσκολη χρονιά, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Είχαμε συναντήσεις με αγέλες λύκων και με κυνηγούς που πυροβολούσαν ανάμεσα στα δέντρα πάνω στα βουνά. Η εργασία πεδίου διαρκούσε πάνω από 10-12 ώρες ημερησίως, συνήθως σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν» διηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) η Δώρα Πιτσόλη, επιστήμονας του ΕΛΓΟ Δήμητρα-Τμήμα Αμπέλου, με ΜSc αμπελουργίας-οινολογίας.
Από την πλευρά της, η χημικός-οινολόγος Ελένη Σίντου, πρόεδρος της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος» και υπεύθυνη παραγωγής του οινοποιείου «Zoinos Winery» στην Ήπειρο, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Στο πλαίσιο του προγράμματος καλύφθηκε όλη η Ήπειρος. Από τον Ωρωπό Πρεβέζης έως τα Μαστοροχώρια και από την ορεινή Ζίτσα έως και το Μέτσοβο, αναζητήθηκαν γηγενείς ποικιλίες, σημάνθηκαν πρέμνα και καταγράφηκε και κωδικοποιήθηκε η γεωγραφική τους θέση. Σε κατάλληλα βλαστικά στάδια λήφθηκε γενετικό υλικό προς παραγωγή φυτών σε γλάστρες στο Ινστιτούτο στη Λυκόβρυση Αττικής και σε αμπελοτεμάχιο στη Ζίτσα στην περιφέρεια Ηπείρου για τη δημιουργία αμπελογραφικής συλλογής», σημειώνει και προσθέτει πως οι ερευνητικές αποστολές στηρίχθηκαν στο αρχειακό υλικό του ινστιτούτου ΕΛΓΟ, σε συνεργασία με τις διευθύνσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πρεβέζης.
Το υλικό εντοπίσθηκε από το υψόμετρο των 40 μέτρων περίπου, στον Ωρωπό Πρεβέζης, έως τα 800-1000 μέτρα στο Μέτσοβο και τη Θεσπρωτία (Μουργκάνα). «Βρήκαμε μεμονωμένα πρέμνα κυρίως σε κληματαριές και αυλές σπιτιών, καθώς στην Ήπειρο δεν υπάρχουν μεγάλες οργανωμένες καλλιέργειες, με εξαίρεση το Μέτσοβο και τη Ζίτσα», εξηγεί η κα Σίντου.
Η μεγαλύτερη δυσκολία σε αυτό το εγχείρημα, λέει, ήταν ο εντοπισμός και η καταγραφή της γεωγραφικής θέσης, καθώς σε πολλές περιπτώσεις η προσέγγιση ήταν πολύ δύσκολη, δεδομένου ιδίως ότι η πρώτη επίσκεψη έπρεπε να γίνει χειμώνα, πριν «σκάσουν τα μάτια» του αμπελιού. «Στη Μουργκάνα έπρεπε να αναζητηθεί το πρέμνο στο δέντρο. Στο Δίστρατο, προς την Κόνιτσα, η πρόσβαση ήταν πολύ δύσκολη, λόγω του χιονιού. Στο Μέτσοβο βρεθήκαμε πάνω σε πατήματα αρκούδας», περιγράφει.
Από την καρδιά του χειμώνα μέχρι τον τρύγο
Οι επί τόπου εξερευνήσεις εκκινούσαν τον Ιανουάριο -καθώς τότε αρχίζει να «ενεργοποιείται» το πρέμνο και μετά το κλάδεμα ξεκινά η κίνηση των υγρών του. «Δεν έγινε λοιπόν μια επίσκεψη σε κάθε τοποθεσία. Πρώτα κάναμε τις σημάνσεις και μετά τα κλαδέματα, παρακολουθήσαμε το βλαστολόγημα, την άνθιση, την καρπόδεση… Οι επισκέψεις άρχιζαν λοιπόν στην καρδιά του χειμώνα και συνεχίζονταν μέχρι την εποχή του τρύγου», διηγείται, ενώ θυμάται πόσες δυσκολίες αντιμετώπισε η ομάδα λόγω της πανδημίας και της καραντίνας, κατά τη διάρκεια της οποίας υπήρχαν προβλήματα στις μετακινήσεις, αλλά και στις συναντήσεις.
Για να γίνει πράξη αυτό το εγχείρημα, συνεργάστηκε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων: Το ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ήπειρος 2014 – 2020», λέει, ξεκίνησε από το Τμήμα Αμπέλου και Οίνου Αθηνών (Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου Αθηνών -ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ στη Λυκόβρυση) και συμμετείχαν το τμήμα ΕΛΓΟ Ηρακλείου Κρήτης, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Σχολή Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και οι επιχειρήσεις ΖΟΙΝΟΣ WINERY στη Ζίτσα Ιωαννίνων και IPER (εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου).
12 ποικιλίες με ιδιαίτερο οινολογικό ενδιαφέρον
«Χάρη και σε μικροοινοποιήσεις της τάξης των 5 λίτρων που έγιναν, έχουμε εντοπίσει κάποιες ποικιλίες με ιδιαίτερο οινολογικό ενδιαφέρον και θα επιδιώξουμε να τις αξιοποιήσουμε και στο πλαίσιο επόμενου προγράμματος. Το πιο δύσκολο είναι ότι σε κάποια πρέμνα δεν έχουμε δυνατότητες να πάρουμε εμβολιοκληματίδες για την αναβίωση. Με απλά λόγια, τα πρέμνα πρέπει πρώτα να βλαστήσουν καλά για να πάρουμε μια σωστή βέργα για εμβολιασμό. Ένα πρέμνο όμως, θα το φυτέψουμε φέτος και θα πάρουμε κάτι αξιόλογο μετά από πέντε χρόνια και, ειδικά στην Ήπειρο, το διάστημα αυτό είναι μεγαλύτερο και η αναβίωση ακόμα πιο δύσκολη, λόγω του εδάφους. Αν ένας αμπελώνας σε ένα πιο εύφορο έδαφος μπορεί να χρειαστεί τέσσερα χρόνια για να δώσει παραγωγή, στην Ήπειρο μπορεί να χρειαστεί επτά», εξηγεί και διευκρινίζει ότι «ποικιλία με ιδιαίτερο οινολογικό ενδιαφέρον» σημαίνει ότι μπορεί να εγκλιματιστεί σε συγκεκριμένο terroir και έχει ενδιαφέροντες δείκτες ωρίμανσης κι οξύτητας, ικανοποιητικό βαθμό σακχάρων, αρωματικό δυναμικό, καλό pH όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Περίπου 12 από τις ποικιλίες που εντόπισε η ομάδα εκτός οργανωμένων καλλιεργειών παρουσιάζουν τέτοιο ενδιαφέρον. Ωστόσο, στην παρούσα φάση, αυτές που θα μπουν στον τεχνικό φάκελο της Ηπείρου είναι τέσσερις: Μπαμπά Χασάν, Διχάλι, Κορίθι και Βοτσίκι. «Σε δεύτερο χρόνο θα δούμε και τις υπόλοιπες», σημειώνει η κα Σίντου και προσθέτει ότι για τις ποικιλίες που θα μεταφερθούν στον τεχνικό φάκελο θα πρέπει να επιτευχθεί μεγαλύτερη βαθμίδα οινοποίησης, σε σχέση με τα πέντε λίτρα των μικροοινοποιήσεων.
Γιατί «χάθηκαν» τόσες ποικιλίες;
Αλήθεια, γιατί χάθηκαν τόσες ποικιλίες αμπέλου στην Ήπειρο; Ευθυνόταν η απαγόρευση της καλλιέργειάς τους κατά την οθωμανική αυτοκρατορία, επιθετικές ασθένειες, η εγκατάλειψη καλλιέργειας για οικονομικούς λόγους, η αντικατάστασή τους από ξένες ποικιλίες;
«Στην Ήπειρο υπάρχει ιδιομορφία στο έδαφος. Είναι μια πάρα πολύ μεγάλη περιοχή, χωρίς μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργεια, με λόφους και βουνά, που κάνουν τον γεωργικό κλήρο στην Ήπειρο ακόμα πιο μικρό από ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν υπήρχαν λοιπόν μεγάλα αμπελοτεμάχια για εμπορική εκμετάλλευση, με εξαίρεση τη Ζίτσα και το Μέτσοβο. Επί αιώνες -οι πρώτες αναφορές σε αμπελοκαλλιέργειες στη Θεσπρωτία χρονολογούνται από το 1600- οι άνθρωποι είχαν το αμπελάκι τους για να φτιάχνουν το κρασί τους και το τσίπουρό τους, να συμπληρώνουν τα βιοποριστικά τους μέσα και να απολαμβάνουν τη ζωή. Ωστόσο, τελικά πολλοί κάτοικοι των περιοχών της Ηπείρου έφυγαν από αυτές και μετακινήθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα, οπότε τα αμπελάκια τους εγκαταλείφθηκαν», εξηγεί η κα Σίντου.
Η συγκίνηση της ανακάλυψης
Αλήθεια, πώς νιώθει μια οινολόγος ή οινοποιός όταν «ανακαλύπτει» μια άγνωστη, χαμένη ή ξεχασμένη ποικιλία; «Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό να έχεις τη δυνατότητα να αναβιώσεις αυτόν τον ξεχασμένο πλούτο, να μπορείς να τον εξελίξεις. Η ικανοποίηση είναι πάρα πολύ μεγάλη, αρκεί βέβαια όλο αυτό να έχει συνέχεια!», επισημαίνει και διηγείται ότι κατά τη διάρκεια της πενταετούς αυτής εξερεύνησης, εντοπίστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος πολλά «μαυρούδια» με εξαιρετικά χαρακτηριστικά.
Αξιοσημείωτη ηπειρώτικη ποικιλία είναι και το ερυθρό Μπεκάρι, που δεν υπάρχει σε οργανωμένη καλλιέργεια. «Πήραμε εμβολιοκληματίδες λοιπόν και φυτέψαμε περίπου ενάμισι στρέμμα. Έτσι ξεκίνησε και το Βλάχικο, που παλαιότερα δεν υπήρχε σε οργανωμένη καλλιέργεια. Το οινοποιήσαμε για πρώτη φορά στο Zoinos το 2015 και σήμερα έχουμε 138 στρέμματα από αυτή την ποικιλία στην Ηπειρο. Αντίστοιχα, και οι τέσσερις ποικιλίες που θα μπουν στον κατάλογο, στόχος είναι να οδηγηθούν στη μαζική παραγωγή», γνωστοποιεί.
Τι θα κερδίσει η οινοποιία στην Ήπειρο, με την είσοδο των γηγενών ποικιλιών στον «ξενοκρατούμενο» τεχνικό κατάλογο; «Στο αμπελουργικό διαμέρισμα της Ηπείρου αναγράφονται ελάχιστες γηγενείς ποικιλίες συνιστώμενες και επιτρεπόμενες. Το πρόγραμμα έβαλε τις βάσεις να αλλάξει ο κατάλογος ταξινόμησης. Ένας αμπελουργός θα μπορεί να προμηθευτεί εμβόλια από κάποιο φυτώριο και να τις καλλιεργήσει. Οι οινοποιοί θα μπορούν να τις αναδείξουν παράγοντας μονοποικιλιακά κρασιά ή ιδιαίτερα χαρμάνια και να δημιουργήσουν διαφορετικά προϊόντα, σε μια εποχή που οι οινόφιλοι και οι καταναλωτές αποζητούν τη διαφορετικότητα. Θα μπορούσε επίσης να τονωθεί ο οινοτουρισμός, που τελευταία ανεβαίνει πολύ και την περιοχή μας. Νέοι άνθρωποι, κυρίως, που θέλουν να δοκιμάσουν και να μάθουν. Άλλωστε το κρασί δεν είναι απλά ένα ποτό. Είναι ένα πολιτιστικό προϊόν που ενώνει τους ανθρώπους», καταλήγει._
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε η Δώρα Πιτσόλη
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ