«Remember remember the 5th of November», αναφώνησε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης προλογίζοντας την προβολή του ντοκιμαντέρ «Homegrown» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ανήμερα των αμερικανικών εκλογών. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, αφού υποστήριξε με παρρησία την υποψήφια των Δημοκρατικών, συντόνισε τη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή, με καλεσμένους το Νικόλα Σεβαστάκη και το Γιάννη Κοτσιφό. Οι καρέκλες επί σκηνής στη διάθεσή τους έμειναν κενές και αυτοί στάθηκαν όρθιοι μπροστά μας, σαν κάτι να τους εμπόδιζε να εφησυχάσουν.
Το ντοκιμαντέρ αφηγείται εν είδει οδοιπορικού τη λαϊκή εκστρατεία υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, που κατέληξε στην εισβολή στο Καπιτώλειο την 6η Ιανουαρίου του 2020, από την οπτική τριών υποστηρικτών του, και πετυχαίνει μια αξιοζήλευτη ηθογραφία των ανθρώπων του χώρου, φανερώνοντας πώς γεννιέται ένα πολιτικό κίνημα. Ακολουθώντας τους στην «κίνησή τους μέσα στη ζωή», όπως αναφέρει, μας βοηθά να απαντήσουμε το ζητούμενο: πώς οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους γίνονται οι λόγοι δράσης που τους κατευθύνουν σε μια ακραία πολιτική επιλογή.
Ως ταυτότητες όπου ψυχικό και πολιτικό συντίθενται, τα πρόσωπα αυτά, εμφανώς διαφορετικά μεταξύ τους, συσπειρώνονται γύρω από το κοινό τους παράπονο: είναι οι αποσυνάγωγοι ενός συστήματος που τους προδίδει. Δεν πρόκειται, λοιπόν, περί «πολιτικής διαμάχης συμβατικού τύπου» αλλά περί σύγκρουσης ταυτοτήτων και «πολιτισμικής και υπαρξιακής διαμάχης» δίχως «πνεύμα συμβιβασμών». Το καίριο ερώτημα, κατά το Ν. Σεβαστάκη, είναι αν «μπορεί να υπάρξει μια έννοια πολιτικής κοινότητας ξανά ή ζούμε στην εποχή των φυλών», των «κατακερματισμένων κοινοτήτων», που αδυνατούν να προτάξουν κοινές διεκδικήσεις, με τις ολέθριες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τη δημοκρατία.
Ο κοινωνικός αυτός διχασμός δε φαίνεται, ωστόσο, να είναι η αρχή ενός εμφυλίου, απαντά ο ίδιος στον Ο. Ανδρεαδάκη. Στους Δημοκρατικούς απουσιάζει αυτή η επιθετικότητα, αποτελούνται από ένα μετριοπαθές κοινό «των δικαιωμένων ενδεχομένως από τη ζωή». Ο ντοκιμαντεριστής πάντως, συμπληρώνει εμφατικά ο Γ. Κοτσιφός, «υπαινίσσεται τη βαθύτερη ανάγκη» των οπαδών του Τραμπ να «ερμηνεύσουν τη σύγκρουση με όρους εμφυλίου», αφού «σχεδόν φαντασιώνονται να αναλαμβάνουν επιτελεστικό ρόλο σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια πολιτική σύγκρουση, όπου εκτρέπεται το συμβατικό… και γίνεται εξτρεμιστικό».
Παρεμβαίνοντας εκ μέρους του κοινού, ο Θωμάς Ψήμμας, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου του ΑΠΘ, χάρισε μάλλον συνοχή στις σκέψεις αυτών που με λέξεις συναίνεσης κατευόδωσαν την τοποθέτησή του. Πολλοί «λευκοί Αμερικανοί των μεσοδυτικών Πολιτειών» ψηφίζουν τον Τραμπ ως αντίδραση σε μια «προς τα κάτω εξίσωση» με τους μαύρους που ανατρέπει το πώς παραδοσιακά αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε αυτήν την «εποχή μειωμένων προσδοκιών». Παρά δηλαδή τις κατακτήσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και την αναμφισβήτητη πρόοδο προς μια συμπεριληπτική αμερικανική κοινωνία, ο οιονεί εξαναγκασμός τους σε χαμηλές προσδοκίες ακυρώνει την πεποίθησή τους για την «εκ φύσεως ανώτερη θέση τους στον κόσμο».
Αυτό που ενοχλεί και προκαλεί την ακραία αντίδρασή τους είναι η αίσθηση «ότι ο άλλος γίνεται κατεστημένο», εμβάθυνε ο Ν. Σεβαστάκης. Επειδή ταυτοτικά «λεξιλόγια» και «κώδικες», όπως της πολιτικής ορθότητας και της αφυπνισμένης σκέψης (woke), έχουν κυριαρχήσει σε «χώρους πολιτιστικής βιομηχανίας», οι άνθρωποι αυτοί «εκλαμβάνουν την αύξηση της ορατότητας κάποιων ως πραγματικό υποβιβασμό δικό τους», κοινωνικά και πολιτισμικά, και στον λόγο τους εναλλάσσεται ότι «αυτοί διεκδικούν το δυτικό πολιτισμό ή τη δυτική ταυτότητα και ταυτόχρονα την απόλυτη κρίση της και την απόλυτη παρακμή».
Περνώντας στα καθ΄ ημάς, στο ερώτημα του Ο. Ανδρεαδάκη αν αυτά τα φαινόμενα είναι εξίσου ορατά και επικίνδυνα στην Ευρώπη, ο Γ. Κοτσιφός απάντησε καταφατικά, παρατηρώντας ότι τα ταυτοτικά ζητήματα και οι κοινωνικές και πολιτικές μετατοπίσεις αφθονούν και «φέρνουν σε πολύ μεγάλη αμηχανία παραδοσιακά πολιτικά σχήματα» αποτελώντας «το μεγάλο πολιτικό στοίχημα». Μπορούμε, όμως, να είμαστε πιο αισιόδοξοι, καθώς στην Ευρώπη «έχουμε ακόμη έναν ισχυρό απόηχο της ανάγκης για μια ρυθμιστική προσέγγιση η οποία μπορεί πράγματι να έχει μετριάσει τις συνέπειες αυτής της μετακίνησης».
Για «έλλειμμα αντιπροσώπευσης» μίλησε ο Ν. Σεβαστάκης, συνδέοντας φαινόμενα κοινά στις δύο ηπείρους, μετά από ερώτηση θεατών για πιθανές ευθύνες των Δημοκρατικών, που ομόφωνα τοποθετήθηκε στην καρδιά του προβλήματος. «Το άνοιγμα των Δημοκρατικών» στα κινήματα και την πολιτική ταυτοτήτων απομάκρυνε, μεν, τον παραδοσιακό, «λαϊκό» ψηφοφόρο, η μεγάλη τους ευθύνη όμως είναι ότι δεν αφουγκράστηκαν τις «υπαρξιακές αγωνίες», «τη γλώσσα» όσων βρίσκονται πέρα από τον «ορίζοντα εξασφάλισης και ευημερίας» και κατέληξαν να αποτελούν αποκλειστικά κόμμα της «εύπορης, μορφωμένης μεσαίας τάξης των πόλεων», κάτι που αφορά κάπως και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Οι Δημοκρατικοί, ολοκλήρωσε, υιοθέτησαν μια «αξιακή, δεοντολογική γλώσσα», το «γνωστό ευχολόγιο “ δημοκρατία, συμπερίληψη, ειρήνη”», κάτι που προφανώς «δεν συγκροτεί πολιτική».
Πράγματι, μέσα στην «αγωνία αναπροσδιορισμού» τους, συνέχισε ο Γ. Κοτσιφός, οι Δημοκρατικοί δεν βρήκαν την κατάλληλη γλώσσα, ενώ από την πλευρά του Τραμπ «θέλησαν να κανονικοποιήσουν την πόλωση», «εγκαθίδρυσαν» αδίστακτα «μια γλώσσα που την προωθεί και κατάφεραν να την κάνουν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας ατζέντας πέρα από το περιεχόμενο».
«Ελπίζουμε να μην διαμορφωθεί μία νέα “ διεθνής των τεράτων”», είπε στην αποφώνηση της βραδιάς ο Ο. Ανδρεαδάκης.