του Tim Harford (*)
Οι τίτλοι είναι αποκαλυπτικοί. «Χιλιάδες στη Μαδρίτη μπαίνουν σε καραντίνα». «Νέοι κανόνες για την Covid-19 σε πολλά μέρη της βόρειας Αγγλίας». «Εκκληση για εθελοντικό λοκντάουν σε πολλούς φοιτητές».
Παρά τους τίτλους αυτούς, όμως, δεν είναι σαφές τι ακριβώς σημαίνει «καραντίνα», και αυτό μπορεί να επιδεινώσει μια ήδη κακή κατάσταση.
Ο πιο προφανής κίνδυνος είναι οι πολίτες να μπερδευτούν και να εκνευριστούν τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες. Ο «κανόνας των έξι», για παράδειγμα, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της βρετανικής κυβέρνησης, για να διευκρινιστεί στην ενδέκατη παράγραφο ότι αφορούσε μόνο την Αγγλία. Παρ’όλα αυτά, ο ίδιος κανόνας εφαρμόστηκε και στη Σκωτία, με τα παιδιά ως 12 ετών αρχικά να εξαιρούνται και στη συνέχεια να περιλαμβάνονται στο όριο των έξι ατόμων.
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν την περασμένη Τρίτη στο Ηνωμένο Βασίλειο για τις παμπ, την άθληση ή τις μετακινήσεις αφορούν πάνω από 10 εκατομμύρια άτομα. Ισως να υπάρχει κάποια λογική από πίσω τους, αλλά δεν είμαι ο μόνος που δεν τη βλέπω. Κι ενώ οι πολίτες κάνουν πραγματικές θυσίες σε αυτή την κρίση, είναι πολύ να τους ζητάμε να ακολουθούν οδηγίες που διατυπώνουν πολιτικοί οι οποίοι δεν μπορούν να ολοκληρώσουν μια σκέψη προτού διακόψουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Yπάρχει ένα λεπτό σημείο εδώ. Παρόλο που η λέξη «λοκντάουν» είναι αμφιλεγόμενη, έχει καταστεί πάλι θέμα ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Ο Ντόναλντ Τραμπ τουιτάρισε τον περασμένο Απρίλιο: «Λευτεριά στη Μινεσότα», «Λευτεριά στο Μίσιγκαν», «Λευτεριά στη Βιρτζίνια». Τον Απρίλιο έγιναν στο Βερολίνο διαδηλώσεις κατά του λοκντάουν.
Η αντιπαράθεση αυτή επεκτείνεται και στο πεδίο του πολιτισμού. Τον περασμένο Αύγουστο, ο δημοσιογράφος Τόμπι Γιανγκ ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας ιστοσελίδας για να δίνουν ραντεβού οι αρνητές του λοκντάουν. Κι αυτό, επειδή έλαβε ένα μέιλ από κάποιον που έλεγε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να συνάψει σχέση με έναν οπαδό του λοκντάουν. Ο επιστολογράφος είπε στον Γιανγκ ότι βρίσκει το ζήτημα βαθιά διχαστικό. Απόδειξη, ο ίδιος.
Οι καραντίνες δεν είναι όλες ίδιες. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, απαγορεύτηκε για εβδομάδες στα παιδιά να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Στη Βρετανία, πάλι, οι κανόνες δεν ήταν ποτέ τόσο αυστηροί.
Η Σουηδία δεν εφάρμοσε ποτέ καραντίνα, κι όμως τα στοιχεία κινητικότητας της Google δείχνουν μια δραματική μείωση των επισκέψεων στα καταστήματα και τους χώρους εργασίας. Το ίδιο συνέβη και σε γειτονικές αμερικανικές πολιτείες: χώροι που δεν έκλεισαν με νόμο έκλεισαν έτσι κι αλλιώς, καθώς οι κάτοικοι αποφάσισαν να αποφύγουν τους δημόσιους χώρους.
Ως προς την αρχή, υπάρχει ασφαλώς μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να αποφασίσεις να μείνεις στο σπίτι και να σου πει να το κάνεις η κυβέρνηση. Στην πράξη, όμως, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη.
Υπάρχει ένα μάθημα εδώ. Οι περισσότεροι από εμάς πάσχουμε από αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «ψευδαίσθηση επεξηγηματικού βάθους»: νομίζουμε ότι κατανοούμε τον κόσμο, αν πιεστούμε όμως για λεπτομέρειες συνειδητοποιούμε ότι η κατανόηση αυτή είναι αόριστη. Το ίδιο συμβαίνει με ζητήματα πολιτικής.
Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν συνειδητοποιούμε πως δεν ξέρουμε κάτι που νομίζαμε ότι το ξέραμε, γινόμαστε πιο μετριοπαθείς και λιγότερο έτοιμοι να καταδικάσουμε όσους διαφωνούν μαζί μας. Στο κάτω-κάτω, γιατί να τρέξεις στα οδοφράγματα αν διαπιστώσεις ότι δεν είχες καταλάβει γιατί γίνεται η επανάσταση;
Ούτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ούτε οι τίτλοι των εφημερίδων έχουν χώρο για λεπτομέρειες. Καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι όμως με την προοπτική ενός δεύτερου λοκντάουν, και έχουμε την τάση να καταδικάσουμε όσους διαφωνούν μαζί μας, ας σταθούμε να αναρωτηθούμε τι ακριβώς θα περιλαμβάνει αυτό το λοκντάουν. Αν θέσουμε το ερώτημα ανοιχτά και ευγενικά, είναι σίγουρο ότι θα βγούμε ωφελημένοι.
(*) Ο Τιμ Χάρφορντ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
MMH