Ένας στενός κατηφορικός δρόμος, με πολλές στροφές, σε απότομους γκρεμούς που κόβουν την ανάσα, μέσα στη βαθιά χαράδρα του Άραχθου ποταμού, αποκαλύπτει ένα άγνωστο σε πολλούς μνημείο πολιτισμού, έργο των μαστόρων της πέτρας, το γεφύρι της Πολιτσάς που έσμιξε χωριά στα Τζουμέρκα, πριν από εκείνο της Πλάκας.
Μόλις το αντικρίζει ο επισκέπτης, μοναχικό, ατάραχο, γαντζωμένο στα βράχια της κοίτης μέσα στο βουητό από τα νερά του Άραχθου, η φαντασία δημιουργεί εικόνες μιας άλλης εποχής.
Η αναζήτηση πληροφοριών για το πετρογέφυρο της άγριας χαράδρας, μας οδηγεί στον ερευνητή, συγγραφέα, καθηγητή Σπύρο Μαντά, ο οποίος για 40 και πλέον χρόνια, αν και Πελοποννήσιος, ασχολείται με την καταγραφή και μελέτη των πέτρινων γεφυριών της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, της Πίνδου, αλλά και των μαστόρων της.
Η συνομιλία μαζί του είναι ένας «πλούτος» γνώσεων για την ιστορία, την κουλτούρα των ανθρώπων που έζησαν στα βουνά της Πίνδου κατά το παρελθόν, που συνεργάστηκαν με τη φύση, για τον μόχθο τους να αξιοποιήσουν ό,τι είχαν, ό,τι κληροδότησαν από γενιά σε γενιά, για την καθημερινότητά τους.
Ο κ. Μαντάς πέρα από τη μελέτη των πετρογέφυρων, αναζήτησε και πρωτογενείς μαρτυρίες μαστόρων της πέτρας, είτε μέσα από παλαιότερες καταγραφές λαογράφων, είτε από ηλικιωμένους μαστόρους και παρέθεσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όλα όσα έχει καταθέσει στον Β΄ τόμο του σημαντικού έργου του, «Γεφυρογραφία της Πίνδου και των όμορων περιοχών» για το γεφύρι της Πολιτσάς.
Η ανάγκη να γεφυρωθεί ο Άραχθος, ήταν πιεστική για τους κατοίκους των Κατσανοχωρίων και των Τζουμέρκων, ειδικά εκείνων από το Φορτώσι και το Σκλούπο, το σημερινό Αμπελοχώρι. Το 1866 επιχειρείται για πρώτη φορά στη θέση Πολιτσά, μέσα στη βαθιά χαράδρα του ποταμού, να στηθεί γεφύρι.
Καλοί τεχνίτες οι μαστόροι, παρ’ ότι το φοβόντουσαν, είχαν αναγκαστεί να σχεδιάσουν το ένα και μοναδικό τόξο του γεφυριού, αρκετά χαμηλά πάνω από τη ροή του νερού και με υπερβολικά στενό τον διάδρομο διάβασης, καθώς τα χρήματα δεν επαρκούσαν για κάτι πιο σίγουρο και πιο άνετο. Αυτό το λάθος, μαζί με την ατυχία μιας καλοκαιριάτικης νεροποντής, φαίνεται πως έφεραν το κακό.
Οι Σκλουπιώτες ξαναπροσπάθησαν δύο χρόνια αργότερα, το 1868. Είχαν σταθεί τυχεροί γιατί η ξυλεία και οι περισσότερες πέτρες είχαν σφηνώσει στα άκρα του γκρεμισμένου γεφυριού. Παρά το γεγονός πως είχε πια ολοκληρωθεί η ζεύξη της Πλάκας πετυχημένα, εκείνοι ήθελαν το δικό τους, για να φτάνουν στα Γιάννινα συντομότερα.
Ένα στέρεο γεφύρι ήταν γεγονός, αλλά με δυσκολίες το πέρασμα, γιατί δεν είχε παραπέτα, στο καλντερίμι του τόξου, το οποίο ήταν στενό ως διάβαση.
Το 1881, το ποτάμι ορίζεται ως οροθετική γραμμή, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Τότε «…εις το ανατολικόν μέρος ταύτης υπήρχε στρατιωτικόν Ελληνικόν φυλάκιον από οπλίτας ευζώνους, με επικεφαλής λοχίαν, τον ιστορικόν Βάγιαν, εις δε το δυτικόν, επίσης στρατιωτικόν Τουρκικόν φυλάκιον…», θυμούνται κάτοικοι των χωριών…
Μετά την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου, η μορφή του γεφυριού θα αλλάξει ριζικά, θα βελτιωθεί σημαντικά.
Ο Νίκος Μάντζος γεννήθηκε στους Ραφταναίους το 1891. Από μικρός μπήκε στα μπουλούκια, όπως άλλωστε όλο του το σόι. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Γιάνκου απ’ το Κοντοβράκι κι απέκτησε μαζί της 9 παιδιά.
Κάτοικοι από την περιοχή, διέσωσαν τις μνήμες για τη χαράδρα και το γεφύρι.
Η ιστορία του πετρογέφυρου της Πολιτσάς είναι χαρακτηριστική των εκατοντάδων γεφυριών στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου. Ο Σπύρος Μαντάς έχει καταγράψει 732 πέτρινα γεφύρια που έχουν διασωθεί. «Συνιστούν θαύμα τα πετρογέφυρα, είσοδο στο άγνωστο με εξασφαλισμένη την επιστροφή», λέει ο Σπύρος Μαντάς και χαρακτηρίζει τους γεφυράδες μαστόρους ως ποιητές των τόξων.
ΦΩΤΟ: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Μαίρη Τζώρα
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ