Του Γιώργου Κωνσταντινίδη*
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, αν όχι το σοβαρότερο, που βρίσκεται προ των πυλών της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, αποτελεί η δημογραφική συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας.
Αν και διαχρονικά το δημογραφικό ζήτημα δημιουργούσε αρνητικές συνέπειες στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, υπήρξαν και περίοδοι κατά τις οποίες τα δημογραφικά στοιχεία ήταν ως ένα βαθμό ενθαρρυντικά.
Τα τελευταία 65 έτη ο συνολικός πληθυσμός της χώρας παρουσίασε αύξηση κατά 45% περίπου.
Όμως αυτήν την περίοδο οι Έλληνες με ηλικία άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκαν και όσοι ήταν πάνω από 85 χρόνων περίπου δεκαπλασιάστηκαν!
Η σταδιακή γήρανση του πληθυσμού και οι διαρκώς μειωμένες γεννήσεις, κυρίως στα χρόνια των μνημονίων (από το 2010 έως σήμερα), έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό σε όσους ασχολούνται επισταμένα και επιστημονικά με το θέμα.
Το δημογραφικό, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, δεν είναι πρόβλημα μεμονωμένων περιοχών ή πόλεων της Ελλάδας, βόρειας ή νότιας Ελλάδας, συγκεκριμένων περιφερειών, κέντρου ή επαρχίας.
Αφορά ολόκληρη τη χώρα και επηρεάζει το οικονομικό μέλλον της.
Μειωμένος πληθυσμός μεταφράζεται σε λιγότερους νέους ανθρώπους, που σημαίνει λιγότεροι εργαζόμενοι, λιγότερα εργατικά χέρια, άρα και περιορισμένη παραγωγή και παραγωγική ικανότητα.
Με άλλα λόγια, συρρίκνωση του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος και της συνολικής προσφοράς ελληνικών προϊόντων, τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στις διεθνείς, μέσω των εξαγωγών των ελληνικών επιχειρήσεων.
Έτσι παρατηρείται καθίζηση του ΑΕΠ και προβλήματα- ανισορροπίες στα μακροοικονομικά δεδομένα της χώρας, τα οποία σε περίοδο κρίσης με υψηλή ανεργία πολύ δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Μία επιπρόσθετη παράμετρος του δημογραφικού σχετίζεται με το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα κάθε οργανωμένου κράτους.
Ειδικότερα, όσο μειώνεται ο συνολικός αριθμός των πολιτών μιας χώρας, τόσο περιορίζεται η ικανότητα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της να απασχοληθεί πλήρως ή έστω μερικώς και να συμβάλλει στο ασφαλιστικό σύστημα με τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει κάθε μήνα απασχόλησης.
Οι εργοδοτικές εισφορές συμβάλλουν σημαντικά στο ασφαλιστικό σύστημα, συσσωρεύοντας κονδύλια που αξιοποιούνται για την παροχή συντάξεων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους κοινωνικούς σκοπούς από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Έμμεσο επακόλουθο του δημογραφικού είναι η προβληματική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και η δυσχερής αποπληρωμή των συντάξεων.
Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των συνταξιούχων σε μια κοινωνία και μειώνονται οι απασχολούμενοι, αυξάνονται οι αιτήσεις για συνταξιοδότηση, οι οποίες για να διεκπεραιωθούν αποτελεσματικά, πρέπει να υπάρχουν τα επαρκή χρηματικά διαθέσιμα για να εξασφαλίζονται οι σχετικοί μηνιαίοι πόροι.
Σε κρατικό και διοικητικό επίπεδο το δημογραφικό ζήτημα δημιουργεί μεγάλες αντιθέσεις και αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Συντελεί στη μείωση του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια, αλλά οι επιπτώσεις του γίνονται περισσότερο αντιληπτές στην περιφέρεια, στην οποία λόγω και της εσωτερικής μετανάστευσης απομένουν ολοένα και λιγότεροι νέοι και νέες, αφού επιλέγουν κάποιο αστικό κέντρο για τις σπουδές τους και για την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Αρνητική εθνική συνέπεια
Η εθνική, όμως, διάσταση του δημογραφικού συνιστά την πιο αρνητική, κατά τη γνώμη μου, συνέπειά του στη σύγχρονη Ελλάδα.
Ο γενικός πληθυσμός, με βάση τις απογραφές που διενεργούνται, αυξάνεται με πολύ επιβραδυνόμενο ρυθμό και οι ειδικοί επί του θέματος κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις μελλοντικές πληθυσμιακές εξελίξεις στη χώρα μας.
Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, δυστυχώς, βαίνει μειούμενος και πλέον βρίσκεται στο – 0,10%, ενώ ο ρυθμός γεννήσεων κυμαίνεται στις 8,4 γεννήσεις ανά 1.000 άτομα και ο ρυθμός θανάτων στους 11,3 θανάτους ανά 1.000 άτομα (εκτιμήσεις για το 2017, https://www.cia.gov/library/publications/resources/the-world-factbook/geos/gr.html).
Η διαφορά μεταξύ των δύο τελευταίων ρυθμών κρίνεται μεγάλη και αυτό διαμορφώνει μια ανησυχητική κατάσταση που θα ταλανίσει τους κυβερνώντες και τις πολιτικές ηγεσίες.
Τέλος, ο συνολικός ρυθμός γονιμότητας αντιστοιχεί σε 1,43 παιδιά ανά γυναίκα, που είναι από τους χαμηλότερους διεθνώς.
Με τα προαναφερθέντα δεν έχω καμία πρόθεση να κινδυνολογήσω.
Όμως έχω σκοπό να προβληματίσω τους αρμόδιους φορείς και όσους εμπλέκονται σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, ώστε να ληφθούν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα, πριν να είναι πολύ αργά…
Πηγή: Καθημερινή
* Ο κ. Γιώργος Κωνσταντινίδης είναι οικονομολόγος, διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου.