Του Θωμά Καλέση
Τέτοιες ημέρες ήταν… Ιούλιος του 2015. Ένα δημοψήφισμα. Δύο απαντήσεις. Μία νίκη. Η τελευταία «νίκη» του λαού. Η τελευταία προσπάθεια ενός λαού που πίστεψε για τελευταία φορά, που δεν φοβήθηκε, που θέλησε να αλλάξει τη μοίρα του.
Προφανώς και εκ των υστέρων αυτό το εγχείρημα, όπως τελικά διαμορφώθηκε από τότε, δεν αποτέλεσε μια νίκη του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε ως τέτοια την χρησιμοποίησε και η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που ψήφισε «όχι» στις 5 Ιουλίου.
Αντίθετα ήταν μια τελευταία προσπάθεια, μια ύστατη προσπάθεια να ενωθεί ο κόσμος της διασπασμένης από χρόνια «Αριστεράς» και να αποκτήσουν επιτέλους υπόσταση τα συνθήματα μιας γενιάς, μιας δυναμικής νεολαίας που – τότε – νόμιζε ότι ορθώνει ανάστημα απέναντι σε μια Ευρώπη έτοιμη να την κατασπαράξει. Ότι είχε απομείνει για να κατασπαράξει κανείς, σε μια χώρα που πλήρωνε τις αμαρτίες άλλων.
Μια χώρα που δεν είχε δουλειές, μια χώρα με νοικοκυριά που δεν είχαν τα βασικά, μια χώρα γεμάτη συσσίτια, μια χώρα που έπρεπε κάποιος να της πει τι να κάνει για να το κάνει. Σ’ αυτά ύψωνε ανάστημα τότε ο Έλληνας, σ’ αυτά τα ιδανικά πίστεψε και έδωσε μια νίκη μεγάλη σε μέγεθος. Δεν το ενδιέφερε τόσο να αναγνώσει το ερώτημα του δημοψηφίσματος πολιτικά. Αυτό το έκαναν άλλοι για λογαριασμό του. Τον ενδιέφερε να δείξει ότι η προστακτική από την Ενωμένη –κατά τα άλλα – Ευρώπη έπρεπε να τελειώνει.
Το αποτέλεσμα της 5ης Ιούλη του 2015, γνωστό. Κόντρα σε κάθε λογική και κάθε όπλο «προπαγάνδας» που σημάδεψαν εκείνες τις ημέρες. Είτε με το κλείσιμο των τραπεζών, λες και η πλειοψηφία είχε αποθηκευμένο κανένα βιος της προκοπής και τα 60 ευρώ ημερησίως της ήταν πρόβλημα, είτε μέσω των ΜΜΕ που άσκησαν απροκάλυπτα και μεροληπτικά όσο ποτέ άλλοτε πίεση, που άγγιξε τα όρια της τρομοκρατίας και της τρομολαγνείας. Ακόμα και με εργασιακές απειλές το προσπάθησαν για όσους επέλεγαν να ψηφίσουν «Όχι» και κινδύνευαν να χάσουν τις δουλειές τους.
Λες και πίστευαν οι προύχοντες τότε, ότι όσο πιο πολύ τρομάξει ο λαός, τόσο περισσότερο και θα φιμωθεί. Λες και δεν είχαν προηγηθεί μνημόνια. Λες και είχε πια πολλά να χάσει και φοβόταν μην τα χάσει. Και έπειτα δηλώσεις. Του Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ που σήμερα περιφέρεται περιχαρής δεξιά και αριστερά και μας επαινεί για το πόσο καλά τα πήγαμε. Τον Τουσκ, την Μέρκελ, τον Σόιμπλε που ξεστόμιζαν απειλές, που έφτασαν να κουνούν το δάχτυλο στον λαό ακόμη και εκείνο, το ίδιο βράδυ της ηχηρής απάντησης στο ερώτημα του δημοψηφίσματος. Όσο ασαφές και αν ήταν αυτό.
Οι συγκεντρώσεις που θύμιζαν άλλη εποχή…
Όπως και να έχει, είχαν άλλον αέρα εκείνες οι μέρες. Έστω και με αυτές τις συγκεντρώσεις που θύμιζαν άλλη εποχή. Με το «Μένουμε Ευρώπη» να διαδηλώνει υπέρ του «Ναι» με πλακάτ αλά «Γιούνκερ σ’ αγαπάμε» και κολονάτα ποτήρια γεμάτα κρασί και το «Όχι» από την άλλη να «αντιστοιχεί» στα λαϊκά στρώματα, στη νεολαία που ήθελε να αλλάξει τη χώρα, να την οδηγήσει αλλού.
Ήταν η τελευταία προσπάθεια συσπείρωσης ενός αγωνιζόμενου λαού που πάλευε επί σειρά ετών για την υπόσταση των συνθημάτων του. Που είδε τον πρωθυπουργό του, ένα νέο, ένα φρέσκο τότε πρόσωπο την πρώτη μέρα των εκλογών να επισκέπτεται το σκοπευτήριο της Καισαριανής και λίγους μήνες αργότερα, τον είδε να γίνεται ο πρώτος ντεμέκ «αριστερός» πρωθυπουργός με νεοφιλελεύθερες απόψεις.
Αυτός ο λαός προδόθηκε. Μέσα από το τελευταίο «Όχι», που είπε η Ελλάδα., το οποίο μέσα σε μια εβδομάδα έγινε «Ναι» με την διαπραγμάτευση του Αλέξη Τσίπρα, που όχι μόνο δεν ήθελε τη νίκη, αλλά και που δεν την περίμενε σ’ αυτό το εύρος. Γι’ αυτό και μέσα σε μια εβδομάδα, την έκανε…μνημόνιο. Και οι δρόμοι από τότε σίγησαν. Ο κόσμος μπερδεύτηκε. Και τα αγωνιστικά συνθήματα αυτής της γενιάς παλεύουν ξανά να αποκτήσουν υπόσταση. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο έγκλημα του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ σε μια γενιά που πίστεψε, αλλά…προδόθηκε ξανά. Και τούτη τη φορά, από αυτούς που νόμιζε πως ήταν δικοί της.