Του Χρήστου Μανταρτζίδη
Από την μια όλη η Ευρώπη και οι ΗΠΑ που στηρίζουν την “ιστορική” συμφωνία των Πρεσπών την συμφωνία που υπογράφηκε στις Πρέσπες στις 12 Ιουνίου του 2018. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung την χαρακτήρισε σαν «Διπλωματικό αριστούργημα».
Από την άλλη, οι χιλιάδες Έλληνες πολίτες που πήραν μέρος στα συλλαλητήρια, χαρακτήρισαν την συμφωνία προδοτική και ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση παρέδωσε 2000 χρόνια ιστορίας λες ήταν τσιφλίκι της… Αν και εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με συλλαλητήρια, κανένας από την κυβέρνηση ή τον ΣΥΡΙΖΑ ευρύτερα, δεν θέλησε (ή δεν κατάφερε) να εξηγήσει στον Ελληνικό λαό τι προσπάθησε να πετύχει η κυβέρνηση με αυτή την συμφωνία: να λύσει το «Μακεδονικό πρόβλημα» ή να το κλείσει.
Η συμφωνία των Πρεσπών δίνει τέλος σε μια ιστορική εκκρεμότητα 25 και πλέον ετών στην εύθραυστη ούτος ή άλλως περιοχή των Βαλκανίων. Ανεξάρτητα πάντως με το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με την συμφωνία που επιτεύχθηκε και υπογράφηκε στις Πρέσπες, λύθηκαν θέματα όπως το ονοματολογικό, αναγνωρίστηκε ως «Μακεδονική γλώσσα» το σλαβικό- βουλγαρικό γλωσσικό τους ιδίωμα, εκχωρήθηκε ο όρος «Μακεδόνας» αλλά και διευκρινίστηκε η διαφορετική ιστορική καταγωγή των βόρειων γειτόνων μας.
Βέβαια, η ερμηνεία των κυβερνόντων της FYROM είναι ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει με την συμφωνία των Πρεσπών ¨Μακεδονικό έθνος¨. Και εφόσον δεν υφίσταται Νότια Μακεδονία, οι μόνοι εθνικά Μακεδόνες είναι αυτοί. Στις δύο γειτονικές χώρες στην Ελλάδα και στην FYROM το ένα έθνος θα είναι το Ελληνικό και το άλλο θα είναι το Μακεδονικό.
Το άλλο πιο σημαντικό θέμα είναι ότι τα Σκόπια, πήραν το εισιτήριο για το ΝΑΤΟ αλλά και την ΕΕ και εμείς χάσαμε το πλέον ισχυρό διαπραγματευτικό μας όπλο. Ανοίξαμε στους Βόρειους γείτονες μας διάπλατα τις πόρτες δύο εκ των μεγαλύτερων οργανισμών στον κόσμο, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Δώσαμε το φιλί τα ζωής σε μια υπό διάλυση χώρα. Και δεν καταλαβαίνω γιατί πανηγυρίζουν οι Βόρειοι γείτονες μας, αφού η Κυβέρνηση μας (ναι, ναι η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση μας) ισχυρίζεται ότι δεν τους εκχωρήσαμε τίποτα. Αντίθετα εμείς είμαστε αυτοί που πήραν. Το τι ακριβώς πήραμε ως αντάλλαγμα, δεν το γνωρίζει κανείς. Ίσως την φιλία ενός κράτους παρία και έναν γεωγραφικό προσδιορισμό.
Οι δύο πολιτικοί αρχηγοί, ο Έλληνας πρωθυπουργός κ Τσίπρας και ο Σκοπιανός ομόλογός του κ. Ζάεφ αναβαθμίστηκαν πολύ δυνατά σε διεθνές επίπεδο στα μάτια των ΗΠΑ και της ΕΕ, καθώς επέτυχαν να αποτρέψουν την “εγκατάσταση” της Ρωσίας στα Σκόπια. Οι Ρώσοι δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν αυτή την ιστορική εξέλιξη, προφανώς διότι έχουν άλλα προβλήματα. Ας φρόντιζαν εγκαίρως.
Η συμπεριφορά όμως της αριστερής δημοκρατικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τους πολίτες που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια ήταν τουλάχιστον απαράδεκτη. Το πρώτο συλλαλητήριο δεν ήταν «ελληνικό». Δεν συμμετείχε η Ελλάδα. Ήταν τοπικό και αφορούσε την Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη. Δεν αφορούσε όλη την Ελλάδα και δεν συμμετείχε όλη η Ελλάδα.
Η Κυβέρνηση όμως είναι Κυβέρνηση όλων των Ελλήνων και όλης της Ελλάδας. Όταν στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, λαμβάνει χώρα ένα τέτοιο συμβάν που συμμετέχει μαζικά ο λαός της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής οφείλει να μην τον απαξιώνει. Τα επόμενα συλλαλητήρια (και κυρίως αυτό της Αθήνας) ήταν Πανελλήνια. Η αριστερή δημοκρατική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, αντέδρασαν και σε αυτά.
Επιδόθηκαν σε μια ανελέητη ιδεολογική τρομοκρατία και προσπάθησαν να τα απαξιώσουν χαρακτηρίζοντας συντεταγμένα τους πατριώτες πολίτες που συμμετείχαν σε αυτά “Ελληνάρες”, “εθνίκια” “ακροδεξιούς” και φασίστες. Και επειδή αυτό δεν έπιασε στην κοινωνία, εφηύραν ότι είναι δήθεν πράκτορες των Ρώσων. Όποιος διαδηλώνει για την Μακεδονία και την Ελλάδα είναι «Ελληνάρας», «φασίστας», «εθνίκι», «ακροδεξιός».
Είναι αντικαθεστωτικός και θέλει να ρίξει την Κυβέρνηση, Όποιος διαδηλώνει για την Παλαιστίνη, ή υπέρ του Μαδούρο είναι «δημοκράτης» και «ανθρωπιστής». Διεστραμμένη λογική αριστερών «δημοκρατών» με σύνδρομο καταδίωξης… Κάποιες φορές καλό είναι να προσέχουν οι πολιτικοί και τα κόμματα τις ανακοινώσεις τους, διότι δεν πρέπει να νομίζουν ότι ο λαός δεν θυμάται…
Αν κέρδισε ή έχασε η Ελλάδα από την συμφωνία των Πρεσπών, θα δείξει ο χρόνος. Δεν αποκλείεται να πέσουν οι όποιες φοβίες στο κενό. Δεν αποκλείεται όμως και το αντίθετο.