Ο ανθρώπινος οργανισμός βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση με χημικούς παράγοντες, μετεωρολογικές συνθήκες και τις καθημερινές συνήθειες που ο ίδιος υιοθετεί. Η έκθεση σε όλα αυτά τα ερεθίσματα συνολικά, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και κατά την παιδική ηλικία, επηρεάζουν την αρτηριακή πίεση των παιδιών, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η συγκεκριμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the American College of Cardiology» είναι η πρώτη που αντί να εξετάσει ξεχωριστά το πώς ο κάθε παράγοντας επιδρά στην αρτηριακή πίεση, χρησιμοποίησε μια πιο ολιστική προσέγγιση, αναλύοντας το πώς ή έκθεση σε περισσότερους από 200 περιβαλλοντικούς παράγοντες επηρεάζει την αρτηριακή πίεση.
«Ξεκινώντας από το εμβρυικό στάδιο, το πού μένουμε, τι τρώμε, η ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε και οι χημικές ενώσεις που φτάνουν στο σώμα μας μπορεί να επηρεάσουν την αρτηριακή μας πίεση πριν από την εφηβεία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί τα παιδιά με υψηλή αρτηριακή πίεση είναι πιθανότερο να εμφανίσουν υπέρταση ως ενήλικες», σχολίασε η ερευνήτρια του ISGlobal και επικεφαλής της μελέτης Σαρλίν Γουέρμπουργκ .
Για την έρευνα αυτή που διεξήχθη από το Ινστιτούτο της Βαρκελώνης για την Παγκόσμια Υγεία (ISGlobal) στο πλαίσιο του προγράμματος HELIX (Human Early-Life Exposure), οι μελετητές συνέλεξαν δεδομένα από κοόρτες έξι ευρωπαϊκών χωρών (Ισπανία, Γαλλία, Ελλάδα, Λιθουανία, Νορβηγία, Βρετανία) και περιέλαβαν συνολικά 1.277 παιδιά και τις μητέρες τους. Η επίδραση της έκθεσης σε διαφορετικούς παράγοντες στην αρτηριακή πίεση μετρήθηκε κατά την εγκυμοσύνη και όταν τα παιδιά ήταν από 6 έως 11 ετών. Τα παιδιά υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος, ούρων και σε μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν την επίδραση 89 παραγόντων προγεννητικά και 128 παραγόντων μετά τη γέννηση οι οποίοι ταξινομήθηκαν σε τρεις κατηγορίες: έκθεση σε εξωτερικά ερεθίσματα (ατμοσφαιρική ρύπανση, χώροι πρασίνου και μετεωρολογικές συνθήκες), χημικά (φυτοφάρμακα, μέταλλα, χημικοί πλαστικοποιητές), παράγοντες τρόπου ζωής (διατροφή, σωματική δραστηριότητα, ύπνος).
Διαπιστώθηκε ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση συνδέεται με την έκθεση στον καπνό τσιγάρου, στη μικρή και την μεγάλη κατανάλωση ψαριού (λιγότερο από δυο φορές την εβδομάδα και περισσότερο από τέσσερις φορές την εβδομάδα), την έκθεση σε βιοφαινόλη-Α (BPA-ένας τύπος χημικού πλαστικοποιητή) και στη συγκέντρωση χαλκού και υπερφθοροκτανοϊκού οξέος (PFOA) στο πλάσμα.
Αν και προκαλεί εντύπωση το πώς η κατανάλωση ψαριών επηρεάζει την υπέρταση, δεδομένου ότι τα λιπαρά οξέα που περιλαμβάνονται σε αυτά έχουν αποδειχθεί ωφέλιμα για την πρόληψη καρδιαγγειακών ασθενειών, φαίνεται ότι τα ψάρια που είναι μολυσμένα από χημικά ή μέταλλα χάνουν τις ευεργετικές δράσεις των λιπαρών οξέων τους.
Από την άλλη πλευρά, η χαμηλή αρτηριακή πίεση συσχετίζεται με υψηλότερη περιβαλλοντική θερμοκρασία και με το πόσο πυκνοκατοικημένες ήταν οι γειτονιές στις οποίες διαβιούσαν οι μητέρες κατά την εγκυμοσύνη.
Οι μητέρες που ζούσαν σε ένα περιβάλλον που προσέφερε μεγάλη δυνατότητα να περπατήσουν, με πολλούς χώρους πρασίνου, με μαγαζιά, εστιατόρια και μέσα μαζικής μεταφοράς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν παιδιά με φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Αντίθετα τα παιδιά μητέρων που δεν ζούσαν σε ένα τέτοιο περιβάλλον εμφάνιζαν υψηλότερη αρτηριακή πίεση. Οι ερευνητές απέδωσαν τη σχέση της διαβίωσης σε ένα αστικό περιβάλλον με φυσιολογικά επίπεδα αρτηριακής πίεσης στο ότι οι μητέρες ήταν περισσότερο σωματικά δραστήριες δεδομένου ότι περπατούσαν μεγαλύτερες αποστάσεις.
Ο δρ Αντρέα Α. Μπακαρέλι, πρόεδρος και καθηγητής Επιστημών Περιβαλλοντικής Υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Μάιλμαν του Πανεπιστημίου Κολούμπια, υπογράμμισε ότι η συγκεκριμένη έρευνα αποτελεί ένα πρώιμο μοντέλο έρευνας πάνω στις επιδράσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών στην υγεία μας.