Η αντίδραση ‘πάλης η φυγής’ στην οποία βρίσκεται ο ανθρώπινος οργανισμός σε περιστατικά ξαφνικού κινδύνου, ρυθμίζεται από μια ορμόνη που παράγουν τα οστά και όχι από την παραγόμενη από τα επινεφρίδια αδρεναλίνη, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα.
Μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου Κολούμπια και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Cell Metabolism», ανέδειξε την ύπαρξη μιας νέας ορμόνης, της οστεοκαλσίνης, η οποία εκλύεται από τα οστά και ρυθμίζει την αντίδραση του οργανισμού σε απειλητικές καταστάσεις.
Τα νέα δεδομένα ανατρέπουν την επί δεκαετίες επικρατούσα άποψη σχετικά με το ρόλο της αδρεναλίνης, μια ορμόνης που παράγεται από τα επινεφρίδια, τους αδένες που βρίσκονται ακριβώς πάνω από τα νεφρά.
«Η έννοια ότι τα οστά διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην αντίδραση σε στρεσογόνες καταστάσεις είναι εντελώς καινούργια, ακριβώς όπως και η έννοια ότι η παραγόμενη από τα επινεφρίδια αδρεναλίνη δεν έχει αυτό το ρόλο» τονίζει ο Τζέραρντ Καρσέντι.
Από την άλλη ο Ρόμπιν ΜακΑλεν από το Πανεπιστήμιο της Μελβρούνης , μη απορρίπτοντας ολοκληρωτικά τον ρόλο των επινεφριδίων υποστηρίζει ότι ενδεχομένως και οι δύο ορμόνες (αδρεναλίνη, οστεοκαλσίνη) να λειτουργούν για την αντιμετώπιση των επικίνδυνων καταστάσεων, έτσι ώστε, σε περίπτωση κατάρρευσης της μίας να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά η άλλη.
Οι μελετητές με επικεφαλής τον Καρσέντι διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στους ανθρώπους αυξήθηκαν όταν έπρεπε να εκφωνήσουν έναν λόγο μπροστά σε κοινό. Το ίδιο συνέβη σε ποντίκια και αρουραίους που εκτίθεντο σε ούρα αλεπούς ή που ήταν περιορισμένοι σε πολύ στενό χώρο.
Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι άνθρωποι με ελαττωματικά επινεφρίδια και ποντίκια που δεν είχαν καθόλου επινεφρίδια μπορούσαν να αναπτύξουν την αντίδραση ‘πάλης ή φυγής’ σε στρεσογόνες καταστάσεις, εύρημα που επιβεβαιώνει τις απόψεις του ΜακΆλεν.
Επιπλέον πειράματα σε ποντίκια ανέδειξαν ότι η οστεοκαλσίνη καταστέλλει τις λειτουργίες ξεκούρασης και χώνεψης για να μπορέσει να διεξαχθεί η αντίθετη διαδικασία ‘πάλης ή φυγής’ που θέτει τον οργανισμό σε ετοιμότητα αντιμετώπισης μια αγχογόνου συνθήκης.