Μόσιαλος: “Σημαντικά τα αποτελέσματα της εισπνεόμενης βουδεσονίδης”

Μόσιαλος: “Σημαντικά τα αποτελέσματα της εισπνεόμενης βουδεσονίδης”

Με ανάρτηση στο facebook, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, Ηλίας Μόσιαλος, της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) έκανε λόγο για ενθαρρυντικά δείγματα και αποτελέσματα από την εισπνεόμενη βουδεσονίδη.

Πιο ειδικά, στις πρώτες επτά ημέρες των συμπτωμάτων του κορονοϊού η εισπνεόμενη βουδεσονίδη φαίνεται να μειώνει την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης, όπως και τον χρόνο ως την ανάρρωση, σύμφωνα με βρετανική επιστημονική μελέτη.

Εάν αυτά τα ευρήματα επιβεβαιωθούν, συνεχίζει ο Ηλίας Μόσιαλος, θα έχουμε άλλο ένα όπλο στη μάχη κατά του covid-19, προσθέτοντας οτι δοκιμάστηκε το αν η βουδεσονίδη είναι αποτελεσματική ως θεραπεία για την πρώιμη νόσο και τα αποτελέσματα της φάσης 2 της συγκεκριμένης μελέτης δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό «Lancet Respiratory Medicine».

Η εισπνεόμενη βουδεσονίδη είναι μια απλή, ασφαλής, καλά μελετημένη, φθηνή και ευρέως διαθέσιμη θεραπεία. Η μελέτη περιλάμβανε τη σύγκριση της χρήσης βουδεσονίδης από ενήλικες στο διάστημα μέσα σε επτά μέρες από την έναρξη των ήπιων συμπτωμάτων της νόσου Covid-19, σε σχέση με ενήλικες στη συνήθη φροντίδα.

Από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε στην ομάδα χρήσης της βουδεσονίδης να κάνουν δύο εισπνοές δύο φορές την ημέρα μέχρι την επίλυση των συμπτωμάτων.

Τα αποτελέσματα προκύπτουν από την ανάλυση 146 συμμετεχόντων: 73 που έλαβαν συνήθη φροντίδα και 73 που έλαβαν βουδεσονίδη. Συμμετείχαν ενήλικες άνω των 18 ετών με συμπτώματα Covid-19 (βήχα και πυρετό ή ανοσμία ή και τα δύο) εντός των πρώτων επτά ημερών αυτών των συμπτωμάτων.

Όσοι έπαιρναν βουδεσονίδη, είχαν κλινική ανάκαμψη πιο νωρίς: κατά μέσο όρο επτά ημέρες στην ομάδα βουδεσονίδης έναντι οκτώ ημερών στην ομάδα συνήθους φροντίδας. Ταυτόχρονα, ο μέσος όρος των ημερών με πυρετό στις πρώτες 14 ημέρες και το ποσοστό συμμετεχόντων με τουλάχιστον μία ημέρα πυρετού ήταν χαμηλότερα στην ομάδα που έλαβε βουδεσονίδη.

Γι’ αυτό καταγράφηκε και μικρότερη χρήση αντιπυρετικού στην ομάδα της βουδεσονίδης σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους φροντίδας (27% έναντι 50%). Τέλος, λιγότεροι από αυτούς που λάμβαναν βουδεσονίδη, είχαν ακόμα συμπτώματα μετά από 14 ή 28 ημέρες, συγκριτικά με τους συμμετέχοντες που έλαβαν τη συνήθη φροντίδα.

Σύμφωνα με τον Ηλία Μόσιαλο, ακόμα πιο σημαντικό ήταν πως στην ομάδα της βουδεσονίδης καταγράφηκε στατιστικά σημαντική μείωση της ανάγκης για επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι αυτό αντιστοιχούσε στο 14% των συμμετεχόντων που δεν έπαιρναν το φάρμακο και στο 1% για την ομάδα βουδεσονίδης. Αυτό συνεπάγεται σχετική μείωση κινδύνου 91% για όσους έλαβαν βουδεσονίδη, σε σύγκριση με την ομάδα που δεν έπαιρνε το φάρμακο.

Όπως τονίζει, τα αποτελέσματα της μελέτης είναι πολύ σημαντικά, καθώς «για την έγκαιρη θεραπεία της νόσου Covid-19 χρειαζόμαστε φάρμακα για εξωνοσοκομειακή χρήση (για παράδειγμα εισπνεόμενα ή για χρήση από το στόμα). Βλέπουμε πως η έγκαιρη χορήγηση εισπνεόμενης βουδεσονίδης όχι μόνο μείωσε τον χρόνο έως την ανάρρωση από Covid-19, αλλά μείωσε και την πιθανότητα ανάγκης επείγουσας ιατρικής περίθαλψης. Δηλαδή έχουμε ανακούφιση και σε επίπεδο ασθενούς αλλά και σε επίπεδο συστήματος υγείας».

Επίσης, ο κ. Μόσιαλος προσθέτει οτι «τα ευρεία κριτήρια ένταξης καθιστούν αυτήν την φαρμακευτική παρέμβαση πολύ σημαντική για τα συστήματα υγείας παγκοσμίως και ιδιαίτερα για χώρες χαμηλού εισοδήματος και μεσαίου εισοδήματος», καθώς επίσης ότι «σε χώρες υψηλού εισοδήματος, η εισπνεόμενη βουδεσονίδη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα για τη μείωση της πίεσης στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, έως ότου μπορεί να επιτευχθεί εκτεταμένος εμβολιασμός. Επίσης, η αποτελεσματικότητα της εισπνεόμενης βουδεσονίδης στη μάχη της πανδημίας είναι απίθανο να επηρεαστεί από οποιαδήποτε αναδυόμενη παραλλαγή του ιού».

Για να καταλήξει ο καθηγητής ότι «χρειάζεται αυτή η μελέτη να συνεχιστεί και σε μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείγμα και κυρίως σε ενήλικες άνω των 40, ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα για την πρόληψη σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες που έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες δυσμενούς εξέλιξης της νόσου. Αλλά τα πρώτα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν σε αυτή τη μελέτη, είναι σημαντικά και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά».

Δείτε επίσης: Κορονοϊός- Ελλάδα: 1.606 κρούσματα, 781 διασωληνωμένοι και 76 θάνατοι- Ο χάρτης της διασποράς

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
 

Loading

Play