Οι προστατευτικές μάσκες που χρησιμοποιούνται από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν έχουν τόσο καλή εφαρμογή στο πρόσωπο γυναικών και ανθρώπων ασιατικής καταγωγής, κάτι το οποίο εκθέτει δυνάμει τους ανθρώπους αυτούς σε μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από τον νέο κορονοϊό, σύμφωνα με μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
“Οι μάσκες που φιλτράρουν τον αέρα δεν μπορούν να προσφέρουν καλή προστασία, αν δεν ταιριάζουν καλά στο σχήμα του προσώπου ενός ανθρώπου, ώστε να εφαρμόζουν ερμητικά και να μην επιτρέπουν να περνάει αέρας που δεν έχει φιλτραριστεί”, υπογραμμίζει η βασική συντάκτρια των πορισμάτων της μελέτης, η καθηγήτρια Μπρίτα φον Ούνγκερν-Στέρνμπεργκ, του αυστραλιανού Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μια καλή εφαρμογή στο πρόσωπο του ανθρώπου που φοράει την μάσκα είναι πιο σημαντική, όσον αφορά την προστασία του, από την ικανότητα της μάσκας να φιλτράρει τον αέρα.
Η μελέτη αυτή, τα πορίσματα της οποίας δημοσιεύονται στην ιατρική επιθεώρηση Anaesthesia, εξέτασε διάφορες εργασίες που έχουν γίνει σε πολλές χώρες προτού ακόμη ενσκήψει η πανδημία της COVID-19 με στόχο την αξιολόγηση των μασκών που φιλτράρουν τον αέρα και χρησιμοποιούνται από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, όπως είναι οι FFP2 και το αντίστοιχό τους στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, οι N95.
Οι έλεγχοι που έγιναν σε μάσκες έδειξαν ότι αυτές μπορούσαν να έχουν καλή εφαρμογή στο 95% των ανδρών, αλλά μόνον στο 85% των γυναικών.
Επίσης οι μάσκες ταίριαζαν στο 90% των ανθρώπων της καυκάσιας φυλής, έναντι ποσοστού 84% στα πρόσωπα ανθρώπων ασιατικής καταγωγής.
Το ποσοστό ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, 60% κατά μέσο όρο, για τις γυναίκες ασιατικής καταγωγής.
Παρά ταύτα, σύμφωνα με υπολογισμούς πολλών υγειονομικών αρχών σε όλον τον κόσμο, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σε πολλές χώρες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, θα πρέπει να ελέγχεται συστηματικά αν οι μάσκες εφαρμόζουν καλά στο πρόσωπο των γιατρών και των νοσηλευτών προτού τις χρησιμοποιήσουν για να αναλάβουν ασθενείς, κάτι το οποίο δεν ήταν δυνατό να γίνει κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19 λόγω έλλειψης χρόνου και έλλειψης εξοπλισμού.