Β. Παπαευαγγέλου: Η διασπορά στη χώρα μας είναι μεγάλη

Β. Παπαευαγγέλου: Η διασπορά στη χώρα μας είναι μεγάλη

Παραμένει υψηλός ο αριθμός των κρουσμάτων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ενώ τριψήφιο αριθμό κρουσμάτων παρουσιάζουν επίσης η Δράμα και η Πέλλα, ανέφερε ξεκινώντας τη ενημέρωση για τον κορονοϊό η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ Βάνα Παπαευαγγέλου.

Δυστυχώς, το 2ο κύμα καλπάζει σε όλο τον κόσμο και στη χώρα, σημείωσε η λοιμωξιολόγος η οποία επισήμανε ότι η διασπορά στη χώρα μας είναι μεγάλη αλλά είναι στο χέρι μας να ανακόψουμε την μετάδοση.

Όλη η Ευρώπη βρίσκεται σε κάποιου είδους lockdown, είπε η κ. Παπαευαγγέλου, αναφέροντας παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γερμανία και η Αυστρία που υιοθετούν αυστηρότερα μέτρα.

«Είναι ιδιαίτερα λυπηρό ότι το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε χάσαμε δύο νέους ανθρώπους, μάχιμους γιατρούς» είπε χαρακτηριστικά η κ. Παπαευαγγέλου, λέγοντας ότι αυτό δείχνει ότι κανένας δεν είναι υπεράνω, «είμαστε όλοι ευάλωτοι».

Βλέπουμε μια αρχόμενη εικόνα σταθεροποίησης. Αν τηρήσουμε τα μέτρα θα μπορέσουμε σιγά σιγά να άρουμε κάποιους από τους περιορισμούς

«Μετά από μια κρίσιμη εβδομάδα που πέρασε, μας περιμένει μια ακόμα δύσκολη εβδομάδα» σημείωσε η λοιμωξιολόγος αναφέροντας στοιχεία για τις προηγούμενες ημέρες. «Είδαμε μια εξαιρετική αύξηση στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και το ΕΣΥ να πιέζεται όσο ποτέ. Είδαμε το μέσο όρο της ηλικίας των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ να έχει μειωθεί στα 64 χρόνια και τους γιατρούς των ΜΕΘ να αναφέρουν ότι βλέπουν ασθενείς κάτω των 60 και νεαρούς ενήλικες να νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Είδαμε υπερδιπλασιασμό στο μέσο ημερήσιο απολογισμό των συνανθρώπων μας που χάθηκαν» είπε η κ. Παπαευαγγέλου και εξήγησε ότι «αυτά που βλέπουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα της εξαιρετικής αύξησης των κρουσμάτων που είχαμε το τελευταίο 15ημερο».

«Αυτό που χαρακτηρίζει την επιδημιολογική εικόνα στη χώρα μας είναι η μεγάλη διασπορά στον πληθυσμό σε όλη την επικράτεια» επισήμανε και προσέθεσε ότι «το επιδημιολογικό φορτίο είναι μεγάλο αλλά είναι απολύτως στο χέρι μας να το μετριάσουμε».

«Αν και ο μέσος όρος ηλικίας των νέων κρουσμάτων υπολογίζεται στα 42 χρόνια, την τελευταία εβδομάδα έχει γίνει διάγνωση λοίμωξης από κορονοϊό σε εθνικό επίπεδο σε παραπάνω από 2.500 συνανθρώπους μας που είναι άνω των 65 ετών και αυτό όπως καταλαβαίνετε σημαίνει συνεχιζόμενη πίεση στα νοσοκομεία μας» υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου.

«Σήμερα πια όλοι έχουμε έναν γνωστό στο άμεσο περιβάλλον μας που είτε έχει νοσήσει, είτε έχει εκτεθεί άμεσα ή είχε στενή επαφή με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, συνεπώς θα πρέπει να δείξουμε άμεσα, σήμερα, τώρα, την απαραίτητη σύνεση, να μειώσουμε τις μη απαραίτητες μετακινήσεις και να τηρούμε σχολαστικά την καθολική χρήση της μάσκας» δήλωσε εμφατικά η κ. Παπαευαγγέλου και συμπλήρωσε ότι «πρέπει με κάθε κόπο, με κάθε θυσία να ανακοπεί η μετάδοση περαιτέρω».

Όμως «αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποξενωθούμε, ότι θα πρέπει να φοβόμαστε τον διπλανό μας αλλά ότι πρέπει να προσέχουμε και να αποδεχτούμε ότι θα μάθουμε να ζούμε με την μάσκα μέσα και έξω από το σπίτι για κάποιους μήνες» υπογράμμισε.

Κατόπιν η κ. Παπαευαγγέλου αναφέρθηκε σε επιστήμονες, όπως ο Έλληνας καθηγητής του ΜΙΤ, ο κ. Κέλλης, οι οποίοι «εκφράζουν την άποψη ότι η μάσκα όχι μόνο μειώνει τη μετάδοση αλλά και την ποσότητα του ιικού φορτίου που εισπνέουμε και συνεπώς είναι πιθανόν ότι ο ασθενής ακόμα και αν κολλήσει, θα έρθει σε επαφή με μικρότερη δόση του ιού, γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα να καταφέρει να καταπολεμήσει καλύτερα τη λοίμωξη αυτή».

«Ελπίζουμε, με βάση τα δεδομένα που έχουμε από τον ΕΟΔΥ, ότι την επόμενη Δευτέρα θα μπορούμε να αρχίσουμε να χαμογελάμε και να ελπίζουμε ότι σιγά σιγά μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες θα μειωθεί ο αριθμός των διασωληνωμένων και των συνανθρώπων μας που χάνονται από τον νέο κορονοϊό» υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου.

«Ήδη οι προσπάθειες μας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν. Βλέπουμε μια αρχόμενη εικόνα σταθεροποίησης, γεγονός που μας δίνει την ελπίδα ότι αν τηρήσουμε τα μέτρα θα μπορέσουμε σιγά σιγά να άρουμε κάποιους από τους περιορισμούς» σημείωσε η λοιμωξιολόγος.

Τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες, σύμφωνα με μελέτες

Στη συνέχεια, η κ. Παπαευγγέλου έκανε μια εκτενή αναφορά στα παιδιά και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί. Τα δημοτικά σχολεία «παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες» τον ιό, είπε η κ. Παπαευαγγέλου η οποία είναι παιδίατρος-λοιμωξιολόγος.

«Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών» επεσήμανε η κ. Παπαευγγέλου προσθέτοντας ότι «αυτό είναι γνωστό τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία, όσο και από μελέτες που έγιναν εδώ στη χώρα μας». Όπως εξήγησε η λοιμωξιολόγος «μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερες από 300 χιλιάδες άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου.

«Τα ίδια έδειξε και μια ακόμα μελέτη από την Αυστραλία όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000» υπογράμμισε η λοιμωξιολόγος.

«Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου και πρόσθεσε ότι «πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά».

Το κύριο πρόβλημα με τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα που συνδέεται με τη λειτουργία τους

Συνεχίζοντας η κ. Παπαευγέλου αναφέρθηκε σε μια «πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Science και κύριος ερευνητής είναι ο Έλληνας καθηγητής στο Λονδίνο, ο κ. Κασσιώτης, η οποία έδειξε ότι κάποιοι άνθρωποι με προηγούμενη λοίμωξη από άλλους κορονοϊούς, παρόμοιους κορονοϊούς, έχουν αντισώματα έναντι μιας περιοχής αυτής της πρωτεΐνης που λέμε spike που προσφέρουν προστασία έναντι και του κορονοϊού sars-cov2 μέσω μιας διασταυρούμενης αντίδρασης». «Ενδιαφέρον ιδιαίτερο έχει ότι η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα παιδιά είχαν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοια αντισώματα σε σχέση με τους ενήλικες» τόνισε η κ. Παπαευαγγέλου, προσθέτοντας «οι ερευνητές αυτοί προχώρησαν παραπέρα και έδειξαν με πειραματικές μελέτες ότι αυτά τα αντισώματα εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα»

«Με απλά λόγια» είπε η λοιμωξιολόγος «αυτή η μελέτη μπορεί να μας προσθέρει ακόμα μια εξήγηση γιατί τα παιδιά νοσούν ηπιότερα ή εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στην λοίμωξη από το νέο κορονοϊό».

Σχετικά με την Ελλάδα και την κατάσταση στα σχολεία, η κ. Παπαευαγγέλου διευκρίνισε ότι «ακόμα και όταν έχουμε δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο, δεν φαίνεται αυτά να συσχετίζονται μεταξύ τους. Δεν φαίνεται δηλαδή το ένα παιδί να κόλλησε το άλλο μέσα στο σχολείο αλλά φαίνεται ότι απλά τα κρούσματα αυτά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής».

Όπως υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου «σημασία έχει να δει κανείς τα νούμερα που μας δίνει ο ΕΟΔΥ κάθε μέρα» προσθέτοντας ότι «ναι μεν έχουμε τις τελευταίες εβδομάδες αύξηση στα κρούσματα στα παιδιά κάτω των 17 ετών αλλά αυτό είναι λογικό αφού, γενικά, όπως ήδη είπαμε, στη χώρα μας έχουμε ένα επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο». «Αν κοιτάξει όμως κανείς το ποσοστό των κρουσμάτων στα παιδιά κάτω των 17 ετών, βλέπει ότι αυτό έχει παραμείνει σταθερό» ξεκαθάρισε η λοιμωξιολόγος και παιδίατρος κ. Παπαευαγγέλου. Στις 15 Οκτωβρίου αυτό ήταν 7,2 και στις 15 Νοεμβρίου ήταν 7,5, διαπιστώνεται δηλαδή ότι «δεν έχει αλλάξει καθόλου, γεγονός που δείχνει ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες» υπογράμμισε η γιατρός.

Σχετικά με το κλείσιμο των σχολείων, η κ. Παπαευαγγέλου δήλωσε ότι «τα επιδημιολογικά δεδομένα στη χώρα μας άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο, το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος» γιατί, όπως είπε, «το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με τη λειτουργία των σχολείων».

«Αυτή δεν περιλαμβάνει τη μεταφορά μόνο των μαθητών από και προς το σχολείο» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου «αλλά και την μεταφορά των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα, και βέβαια την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι. Έτσι, ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία και τα στοιχεία και από τη χώρα μας δείχνουν ακριβώς το ίδιο συμπέρασμα, τα δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο τη δραστική μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και τη μείωση του επιδημιολογικού φορτίου γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού» εξήγησε η επιδημιολόγος.

«Η τηλεκπαίδευση που άρχισε να εφαρμόζεται από σήμερα αποτελεί μια ιδιαίτερα μεγάλη πρόκληση για τα παιδιά αλλά και για τους γονείς τους, διότι ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά χρειάζονται επιτήρηση» είπε η κ. Παπαευαγγέλου. «Βέβαια από την άλλη, σας διαβεβαιώνω ότι όλοι οι εργαζόμενοι γονείς που λείπαμε αρκετά από το σπίτι όσο τα παιδιά μας ήταν μικρά, και τώρα πια έφυγαν, αναλογιζόμαστε τι ωραία θα ήταν να είχαμε κι εμείς την ευκαιρία, όσο αυτά ήταν ακόμα μικρά και μας άκουγαν, να είχαμε λίγες ώρες μαζί τους» ανέφερε η κ. Παπαευγγέλου, προσθέτοντας «ίσως είναι μια ευκαιρία να περάσετε ουσιαστικό και δημιουργικό χρόνο μαζί με τα παιδιά σας τις επόμενες δύο εβδομάδες».

Ατομική ευθύνη και συλλογική ωριμότητα, αναγκαίες προϋποθέσειςγια την αντιμετώπιση της αύξησης των κρουσμάτων

Κλείνοντας, η λοιμωξιολόγος απηύθυνε ακόμα μια φορά «έκκληση προς όλους να αντιληφθούν την κρισιμότητα της κατάστασης και να φερθούν υπεύθυνα τηρώντας την καθολική χρήση της μάσκας. Τόσο η ατομική ευθύνη, όσο και η συλλογική ωριμότητα είναι αναγκαίες προϋποθέσεις, τώρα περισσότερο από ποτέ, για την αντιμετώπιση της αύξησης των κρουσμάτων και σε αυτή τη μάχη ο καθένας από εμάς είναι πρωταγωνιστής. Ο καθένας μας πρέπει να κάνει τον ατομικό του αγώνα, τροποποιώντας για λίγο διάστημα τις αγαπημένες του συνήθειες και ταυτόχρονα υποστηρίζοντας τα ευάλωτα άτομα της οικογένειάς του, που έχουν ανάγκη. Το ζητούμενο είναι η συλλογική προσπάθεια για να μπορέσουμε όλοι μαζί να ξεπεράσουμε αυτή την δύσκολη δοκιμασία» κατέληξε η κ. Παπαευαγγέλου.

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play