Η Ελληνοκαναδή δημοσιογράφος και καθηγήτρια του Concordia Αφροδίτη Σάλας μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Ελληνοκαναδή δημοσιογράφος και καθηγήτρια του Concordia Αφροδίτη Σάλας μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η ίδρυση της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης στον Καναδά το 2015 αποτέλεσε για την Αφροδίτη Σάλας (Aphrodite Salas), Ελληνοκαναδή δημοσιογράφο και καθηγήτρια δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Concordia, μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσει μια μορφή δημοσιογραφίας βασισμένη στην ηθική. Αυτός ο τύπος δημοσιογραφίας έχει στόχο την ενδυνάμωση κοινοτήτων που δεν έχουν επαρκή εκπροσώπηση, όπως οι αυτόχθονες του Καναδά.

Αντιδρώντας στην πρόσκληση της Επιτροπής για ενεργό δράση σε διάφορους τομείς, η Σάλας αποφάσισε να αξιοποιήσει τη δημοσιογραφία ως μέσο επικοινωνίας με τις αυτοχθόνες κοινότητες, διακινδυνεύοντας να διανύσει δύσκολα μονοπάτια για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης. Αν και επένδυσε χρόνο και πόρους ταξιδεύοντας σε όλο τον Καναδά για να τις συναντήσει, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την επιλογή της. Κατάφερε να αναδείξει πτυχές της ζωής τους, ζωντανεύοντας τις αφηγήσεις τους σε κείμενα και ντοκιμαντέρ, όπως η προσπάθεια μιας κοινότητας να απεξαρτηθεί από το ντίζελ.

Το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων συνάντησε την Αφροδίτη Σάλας στο πλαίσιο της 8ης Θερινής Ακαδημίας Δημοσιογραφίας (THISAM) που διοργάνωσε το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν εισηγήτρια. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ενασχόλησή της με τις αυτόχθονες κοινότητες, καθώς και στην επαγγελματική της πορεία και τις ελληνικές της ρίζες.

Σύμφωνα με την Αφροδίτη Σάλας, «η ίδρυση αυτής της Επιτροπής συνέπεσε με την εξέλιξη της ακαδημαϊκής μου καριέρας στο Concordia. Την εξέλαβα ως μια ευκαιρία συνεργασίας με τους αυτόχθονες, ξεκινώντας ερευνητική συνεργασία με την ομάδα Indigenous Clean Energy». Η πρώτη της επαφή με την κοινότητα Gull Bay First Nation το 2018 ήταν ιδιαίτερα σημαντική και συνεχίζει να εργάζεται μαζί τους. Στη συνέχεια, συνδέθηκε με την κοινότητα Inukjuak το 2019 και δύο χρόνια αργότερα είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων τόσο ώστε να την υποδεχτούν στον τόπο τους.

Η Inukjuak, όπως πολλές άλλες κοινότητες στο βόρειο Καναδά, εξαρτιόταν από το ντίζελ για θέρμανση και ηλεκτρισμό, ωστόσο οι κάτοικοι αποφάσισαν ότι ήρθε η αναγκαία στιγμή για να προχωρήσουν σε ένα υδροηλεκτρικό έργο στην περιοχή.

«Αρχικά ασχολήθηκα με τα πρότζεκτ καθαρής ενέργειας σε απομακρυσμένα μέρη όπου ζουν αυτόχθονες. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να χτίσω σχέσεις εμπιστοσύνης με αυτές τις κοινότητες. Ταξίδεψα στην Αρκτική μετά από δύο χρόνια, ύστερα από πληθώρα επικοινωνιών. Αυτή η κοινότητα των 1.750 ατόμων είχε περιοριστεί αποκλειστικά στη χρήση ντίζελ για τη θέρμανση και την ηλεκτρική ενέργεια. Επέλεξαν όμως να διαφοροποιηθούν και επένδυσαν χρόνια για να βρουν την κατάλληλη πηγή ενέργειας. Κατέληξαν να στραφούν στην υδροηλεκτρική ενέργεια», εξηγεί η Σάλας.

Για να καταγράψει τις προσπάθειές τους, η Σάλας χρειάστηκε πάνω από έξι ώρες πτήσης για να φτάσει στον προορισμό της και να απαθανατίσει την εργασία τους σε ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Το αποτέλεσμα της δουλειάς της δημοσιεύτηκε σε συνεργασία με τους πρώην εργοδότες της στο CTV. Το ντοκιμαντέρ «ταξίδεψε» σε συνέδρια του ΟΗΕ για το Κλίμα και τη Βιοποικιλότητα, καθώς και σε φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, όπως στη THISAM. Καταγράφει την πρόοδο της κατασκευής αυτού του μεγάλου υδροηλεκτρικού έργου, του οποίου το πλεόνασμα ενέργειας θα πουληθεί στη Hydro-Quebec. Το επόμενο βήμα για τη Σάλας είναι να επιστρέψει τον προσεχή Σεπτέμβριο για να καταγράψει την ολοκλήρωση του έργου, καθώς η κοινότητα πλέον χρησιμοποιεί 100% ΑΠΕ.

Αν και οι δυσκολίες ενός τέτοιου ταξιδιού μπορεί να είναι πολλές -με τον καιρό συχνά απρόβλεπτο- εκείνη ανυπομονεί να ξανασυναντήσει τα μέλη αυτής της μοναδικής κοινότητας.

Η δημοσιογραφία του… αλεξιπτωτιστή και η ορθή μοιρασιά μιας ιστορίας

«Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δημοσιογραφία του… αλεξιπτωτιστή δεν έχει θέση. Είναι μια λανθασμένη πρακτική, καθώς δεν κερδίζει κανείς την εμπιστοσύνη των κοινοτήτων. Δεν μπορείς να «εισβάλεις», να κάνεις το ρεπορτάζ σου και να φύγεις ανεπιστρεπτί. Αυτή η πρακτική μπορεί να φαντάζει ελκυστική, αλλά για εμένα ο παραδοσιακός τρόπος θέτει τους κανόνες. Η άλλη προσέγγιση φαίνεται σχεδόν ως ασέβεια προς αυτούς τους ανθρώπους. Τελικά, ποιοι είναι το ρεπορτάζ; Οι άνθρωποι ή οι δημοσιογράφοι;» αναρωτιέται.

Κατά την πρώτη της επίσκεψη σε αυτοχθόνες κοινότητα, δεν κατέγραψε κανένα πλάνο και δεν τράβηξε φωτογραφίες. «Αυτό είναι δύσκολο για έναν δημοσιογράφο, να ξοδέψει χρόνο και χρήματα για να επιστρέψει τελικά με άδεια χέρια. Επισκέφτηκα απλώς τους γηραιότερους της κοινότητας για να ζητήσω άδεια να ανοίξουμε αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας», προσθέτει.

Επιπλέον, όποτε παρουσιάζει το αποτέλεσμα της δουλειάς της σχετικά με αυτές τις κοινότητες, προσκαλεί πάντα κάποιον από τους επικεφαλής τους να συμμετάσχει στην παρουσίαση. Όπως σημειώνει, «έχω επιλέξει να μοιράζομαι μια ιστορία, όχι απλώς να την αφηγούμαι»…

Η καθοδήγηση του Τζο Μπάιντεν και ένα στίχος του Ματσάδο – οδηγός ζωής

Εξωτερικά του γραφείου της στο Πανεπιστήμιο Concordia στο Μόντρεαλ, υπάρχει μια ταμπέλα με τον στίχο του Ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο: «Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος. Ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας». Αυτός ο στίχος της θυμίζει τα πρώτα της βήματα στη δημοσιογραφία αλλά και τον τρόπο που πρέπει να προχωράμε στη ζωή μας, «ειδικά όπως είναι σήμερα».

Ο δικός της δημοσιογραφικός δρόμος ξεκίνησε μετά από μια σύντομη εμπειρία σε μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο στην Ουάσιγκτον και μια παρότρυνση από τον Τζο Μπάιντεν. Έχοντας σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και παράλληλα γράφοντας σε τοπική εφημερίδα του Τορόντο, η Σάλας εργάστηκε στην αμερικανική πρωτεύουσα, ενώ είχε αναθέσει καθήκοντα υποστήριξης και ξενάγησης στους επισκέπτες των εκπομπών. Ένας από αυτούς τους επισκέπτες, ο Τζο Μπάιντεν, την ενθάρρυνε να αναζητήσει αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει στη δημοσιογραφία.

«Όταν βρέθηκα στην Ουάσιγκτον, απογοητεύτηκα και βρήκα τον εαυτό μου να οδηγώ επισκέπτες. Μια μέρα ο Τζο Μπάιντεν μου ρώτησε αν μου αρέσει αυτό που κάνω. Αν και θα μπορούσα να ήμουν ειλικρινής, του αποκάλυψα ότι στην πραγματικότητα δεν μου άρεσε καθόλου. Τότε με ρώτησε τι ήθελα να κάνω και του απάντησα ότι δεν ήξερα, εκτός από το να αποφύγω αυτό που ήδη εκησ πραγματικότητα. Μού είπε να σκεφτώ τι ήθελα να κάνω και να το καταφέρω! Η συμβουλή του εκείνη χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά του 25χρονου εαυτού μου. Από τότε αποφάσισα ότι ήθελα να ξεκινήσω τη δημοσιογραφική μου πορεία στην Αφρική!»

Θυμάται πως τότε δεν είχε καμιά γνωριμία ή χρηματική άνεση για μια τέτοια «περιπέτεια». Όμως, φαίνεται ότι η τύχη χαμογελά στους τολμηρούς. «Άρχισα να στέλνω emails σε όλα τα γραφεία ξένων μέσων στην Αφρική, λέγοντας ότι θα βρεθώ σε Ναϊρόμπι, Γιοχάνεσμπουργκ ή Κέιπ Τάουν σε έναν μήνα. Αν υπήρχε κάποια δουλειά για μένα; Έχω στείλει κανά δυο ντουζίνες email και η μόνη ανταπόκριση ήρθε από τον επικεφαλής του γραφείου του Reuters στην ανατολική Αφρική, που με προσκάλεσε να πάω στο γραφείο του και να μου προσφέρει εργασία». Καθώς δεν είχε χρήματα για τον ταξίδι της στην Αφρική, στράφηκε προς μια υποτροφία και, αφού την απέκτησε, χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για να αναχωρήσει για Ναϊρόμπι και να ξεκινήσει τη δημοσιογραφική της καριέρα.

Η εμπειρία του πατέρα που τον οδήγησε στον Καναδά και το σπίτι γεμάτο Ελλάδα

Η Αφροδίτη Σάλας μπορεί εμφανισιακά να μοιάζει με Καναδή, όμως είναι το τέκνο Ελλήνων μεταναστών. Ο πατέρας της, στη δεκαετία του ’50 έμεινε ορφανός κι έφυγε σε νεαρή ηλικία για ξενιτιά. Δούλεψε σκληρά προκειμένου να φέρει την οικογένειά του στον Καναδά και αργότερα επανήλθε για να παντρευτεί.

«Ο πατέρας μου από περιοχή κοντά στη Σπάρτη και η μητέρα μου κάτω από τον Μυστρά. Οι γονείς μου μας ενέπνευσαν -σε εμένα και τα αδέλφια μου- αυτήν την περηφάνια του να είσαι Έλληνας. Επισκεπτόμασταν συχνά την Ελλάδα και ορισμένες φορές νιώθαμε “κομμάτι” αυτής της χώρας. Έχω ελληνικό διαβατήριο», αποκαλύπτει.

Η διδάγματα της ιστορίας του πατέρα της σύμφωνα με την ίδια είναι ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί στο τι μπορείς να πιέσεις τον εαυτό σου να πετύχει. «Νομίζω ότι η εμπειρία του πατέρα μου – το γεγονός ότι ανατράφηκε ορφανός και ύστερα διέσχισε τον κόσμο – επηρεάζει σημαντικά την προσωπικότητά μου», εξηγεί.

«Η ιστορία της Διασποράς είναι ότι ποτέ δεν αισθανόμαστε 100% στο σπίτι μας κάπου. Διαθέτω Κανανόνι και μεγάλωσα στην πατρίδα μου, αλλά η ψυχή μου είναι ελληνική. Ωστόσο, η ζωή μου είναι στο Κανάδα. Χάρη στον Νίκο Παναγιώτου και στη Θερινή Ακαδημία Δημοσιογραφίας, νιώθω ότι συμβάλλω εδώ» προσθέτει η καθηγήτρια του Concordia, που αποδίδει πολύτιμη γνώση στους συμμετέχοντες της THISAM από διάφορες γωνιές του κόσμου.

Λίγο πριν αποχαιρετήσει, ανανεώνει το ραντεβού με τους συμμετέχοντες για την επόμενη χρονιά -και πάλι στη THISAM.

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Loading

Play