Η Τζένη Μαστοράκη, που απεβίωσε στις 30 Ιουλίου 2024, σε ηλικία 75 ετών, σπούδασε Βυζαντινή και Μεσαιωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως μία από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους της Γενιάς του 1970, δημοσίευσε τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Διόδια» (1972), «Το σόι» (1978), «Ιστορίες για τα βαθιά» (1983) και «Μ’ ένα στεφάνι φως» (1989). Μεταφράσε έργα, μεταξύ άλλων, των Κάρσον ΜακΚάλερς, Ελίας Κανέτι, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Καρλ Μαρξ, Κάρλο Γκολντόνι, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Άπτον Σίνκλερ, Λιούις Κάρολ, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέιν, Μιγέλ δε Θερβάντες, Πωλ Σουήζι, Άγκνες Χέλερ, καθώς και παραμύθια των Αδελφών Γκριμ. Η δική της μετάφραση του «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ είχε επανεκδοθεί πριν από δέκα χρόνια με τον τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης».
Με τις συλλογές «Διόδια» και «Το σόι», η Μαστοράκη αποτυπώνει την ουσία της γενιάς της, εκφράζοντας το πνεύμα της γενικής άρνησης και αμφισβήτησης. Στόχος των ποιητών της δεκαετίας του ’70, και ιδιαίτερα της Μαστοράκη, ήταν η εξουσία σε όλες της τις μορφές – από τις ελίτ του κρατικού μηχανισμού και της τέχνης έως τα καθιερωμένα πρότυπα στην καθημερινή ζωή. Για τη Μαστοράκη, εξαιρετικές στόχοι αποτελούν η καθιερωμένη πολιτική, η οικογενειακή προέλευση και ο εγκλωβισμός του ατόμου σε ένα ευρύτερα χειραγωγούμενο περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει χωρίς την ηθικολογική καταγγελία που απασχόλησε αρκετούς ποιητές της εποχής, επιτυγχάνοντας μια σταθερή νεανική δυναμική. Η αποφασιστική και με διάθεση ειρωνείας προσέγγισή της, που συνδυάζεται με έναν δηκτικό και απογυμνωμένο λόγο, καθώς και η προτίμησή της στη χρήση αλληγορίας και συμβόλων, την προστατεύουν από μια ποιητική διολίσθηση:
κουβαλούν πάντα μέσα τους
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
καταχωρισμένες σε δελτία τροφίμων.
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
σαν μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
Η ποιητική διολίσθηση, με όρους σαφή, θα ήταν αδύνατη σε ένα τέτοιο πλαίσιο για μια ποιήτρια που επιδιώκει να επισημάνει τον έλεγχο των πολιτικών και των κοινωνικών εξουσιών, σε συνδυασμό με το ρήγμα που προκαλεί η αφόρητη αίσθηση του θανάτου στις νεανικές συνειδήσεις της εποχής των πρώτων ποιητικών της βιβλίων. Η διακοπή της ζωής και το υπαρξιακό κενό που αναδύεται από τους στίχους της, παράλληλα με την παρουσία χιούμορ και λυρικών τόνων της ζωής, συνθέτουν την αφήγησή της.
Στις συλλογές «Ιστορίες για τα βαθιά» και «Μ’ ένα στεφάνι φως», η Μαστοράκη χαράσσει μια γραμμή όχι προς την αναμενόμενη ποιητική ωριμότητα, αλλά προς μια ποιητική τελείωση, που συνδυάζει επιρροές από τους Τάκη Σινόπουλο, Μίλτο Σαχτούρη και Μανόλη Αναγνωστάκη, φτάνοντας ακόμα και στις ρίζες της νεοελληνικής ποίησης, δηλαδή στον Διονύσιο Σολωμό. Μετά την πολιτική, τον θάνατο και την εξελικτική αναζήτηση ανάμεσα στο σκοτάδι και τη γονιμότητα της ζωής, έρχονται να εμφανιστούν τα σκοτεινά τοπία της αγάπης και του πάθους, με έντονη τη διακειμενικότητα και την επίδραση της σύγχρονης ποιητικής παράδοσης χωρίς την περιοριστική οπτική της φιλολογίας και του ακαδημαϊσμού.
Είναι δύσκολο να περιγράψουμε την ποίηση με όρους που μπορεί να φαντάζουν περίπλοκοι ή αποκρουστικοί, ωστόσο αποτυπώνουν με ακρίβεια τη λειτουργία της στα δύο τελευταία ποιητικά έργα της Μαστοράκη. Δεν αφορούν μόνο τις θλίψεις και τους θανάτους της, αλλά και τις σύγχρονες όψεις της γυναικείας ποίησης, τη σύνδεση της λογοτεχνίας με τον φεμινισμό και την έμφυλη ποίηση. Ποια από αυτά τα ιδεολογικά στοιχεία διατηρούν ακόμα την ισχύ τους και πώς συνδέονται με την πολιτική και την Ιστορία; Τι σημαίνει ποιητικό υποκείμενο σε μια ποίηση που συνδυάζει δράμα και λυρικότητα, έτοιμη να αποδεχθεί και να αναδείξει την ποιητική σιωπή; Ας αποχαιρετίσουμε την Τζένη Μαστοράκη με τους στίχους της:
ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ
Εδώ, στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών
ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν, ταξιδευτές,
σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.
Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν
οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία,
δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή,
κολυμβητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό,
(«Μ’ ένα στεφάνι φως»)