Με το πρόγραμμα «Καρυά 1943. Εβραϊκή Καταναγκαστική Εργασία και Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα» και τις ομότιτλες εκθέσεις σε Βερολίνο και Αθήνα, 80 και πλέον χρόνια μετά, αναδεικνύεται ένα «τυφλό σημείο» της ιστορίας της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα.
Ο Γιώργος Βαφόπουλος το παρομοιάζει με «δαντική κόλαση». Ο τόπος μαρτυρίου για περίπου 400 Θεσσαλονικείς Εβραίους αναδεικνύεται τώρα, θυμίζοντας ότι πολλές πτυχές της περιόδου της Κατοχής παραμένουν υποφωτισμένες στη συλλογική μνήμη.
Το Κέντρο Τεκμηρίωσης για την Καταναγκαστική Εργασία βρίσκεται στη Σενεβάιντε, ανατολικά του Βερολίνου, στον χώρο των καταλυμάτων των εργατών που εργάζονταν καταναγκαστικά κατά την ναζιστική περίοδο. Στη γερμανική πρωτεύουσα λειτουργούσαν περίπου 3.000 στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Τουλάχιστον 26 εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά χρησιμοποιήθηκαν παρά τη θέλησή τους ως εργατικό δυναμικό κατά την ναζιστική περίοδο, με 8,4 εκατομμύρια να μεταφέρονται στη Γερμανία υπό βάναυσες συνθήκες.
Τα κτίρια παραμένουν αναλλοίωτα και, παρά τα χρόνια, η ατμόσφαιρα διατηρεί κάτι απόκοσμο που θυμίζει την εποχή εκείνη. Στα χαμηλά, απλά κοντέινερ, που θυμίζουν στρατόπεδο, στοιβάζονταν οι «πολιτικοί» εργάτες του Γ΄ Ράιχ. Αυτό το κεφάλαιο της γερμανικής ιστορίας είναι ένα από τα πιο ντροπιαστικά, το οποίο συχνά υποβαθμίζεται σε σύγκριση με τις άλλες φρικαλεότητες των ναζί.
Από χθες και έως τις 30 Μαρτίου 2025, η έκθεση «Καρυά 1943. Καταναγκαστική Εργασία και Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα» φιλοξενείται σε έναν από αυτούς τους χώρους. Παράλληλα, μια «δίδυμη» έκθεση θα ανοίξει στις 17 Οκτωβρίου στο Μουσείο Μπενάκη, σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας. Και στις δύο περιπτώσεις, οι εκθέσεις συνοδεύονται από εκτενή εκπαιδευτικά προγράμματα, με στόχο την ενημέρωση των νέων.
Η έκθεση εστιάζει στις συνθήκες της περιόδου στην Ελλάδα, αναδεικνύει τις προσωπικές ιστορίες των καταναγκαστικών εργατών και καλεί τον επισκέπτη να συμμετάσχει μέσω ψηφιακών μέσων και διαδραστικών εφαρμογών. Ο Ιάσων Χανδρινός και η Ίρις Χαξ, βασικοί επιστημονικοί συνεργάτες του Κέντρου Τεκμηρίωσης, έχουν επιμεληθεί την έκθεση, στοχεύοντας στη μέγιστη παιδαγωγική διάσταση.
Η μαρτυρία του Ισάκ Κοένκα, ο οποίος έμεινε στην Καρυά από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1943, αναφέρει: «Έπρεπε να δουλεύεις σκληρά, 12 ώρες την ημέρα. Μας συμπεριφέρονταν τόσο άσχημα που νόμιζα ότι η Καρυά ήταν η κόλαση επί της γης». Πολλοί καταναγκαστικοί εργάτες μεταφέρθηκαν αργότερα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς.
Η Καρυά, μικρός σιδηροδρομικός σταθμός στην ορεινή Φθιώτιδα, κατασκευάστηκε το 1906-1907 και αποτέλεσε τμήμα της επέκτασης του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου από τη Βέρμαχτ. Τα στρατεύματα κατοχής χρειάζονταν τη γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης για τη μεταφορά στρατιωτών και λεηλατημένων αγαθών.
Η παραστρατιωτική οργάνωση Todt (OT) ανέλαβε τα τεχνικά έργα. Το 1942, άρχισαν τις επεκτάσεις του δικτύου και το 1943 προχώρησαν στην επίταξη 3.000 Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας παρακάμπτοντας τον νόμο.
Οι ιστορίες των εργατών της Καρυάς, αν και ενδέχεται να παρέμεναν άγνωστες, φωτίστηκαν το 2002 από τον Ανδρέα Ασσαέλ, ο οποίος βρήκε σε υπαίθρια αγορά του Μονάχου άλμπουμ φωτογραφιών του Χανς Ρέσλερ, αξιωματικού της Οργάνωσης Todt, που περιλάμβαναν εικόνες από την Καρυά.
Αυτό το άλμπουμ αποτέλεσε τη βάση για έρευνες που παρουσιάστηκαν το 2019 στο Κέντρο Καταναγκαστικής Εργασίας στο Βερολίνο, με τη συνεργασία του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου του Οσναμπρούκ.
Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και της υφυπουργού Πολιτισμού Κλαούντιας Ροτ, η οποία δήλωσε τη σημασία της εμπιστοσύνης των απογόνων των επιζώντων.
Ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν και ο Ανδρέας Ασσαέλ, που ανέσυρε την ιστορία της Καρυάς και την παρουσίασε στη συλλογική μνήμη. Η Έρικα Σασόν, δισέγγονη επιζώντα, μίλησε με πάθος για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, τονίζοντας την ευθύνη της γενιάς της να διατηρήσει ζωντανή την ιστορία.