Συμβολίζει την αγάπη και τη γονιμότητα, αποτελεί κύρια τροφή για το μισό πληθυσμό της γης, αντιστοιχεί στο 20% των θερμίδων που καταναλώνει η ανθρωπότητα και στην χώρα μας, όχι μόνο καλλιεργείται, αλλά είναι τέτοια η ποιότητά του, που μέχρι και τα κράτη που το παράγουν, δε διστάζουν να πληρώσουν το κάτι… παραπάνω, προκειμένου να γευτούν τη μοναδικότητά του.
Είναι αυτή η μοναδικότητα του ελληνικού ρυζιού, που είναι ασφαλές, νόστιμο και με υψηλή διατροφική αξία, που οδήγησε όλους τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα παραγωγής και διάθεσής του, να πραγματοποιήσουν το 1ο Φεστιβάλ Ρυζιού στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης (28-29/9), από τις 14.00 και για τις επόμενες επτά ώρες κάθε ημέρα. Το φεστιβάλ, αποτελεί διοργάνωση του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδος (ΣΟΕ) και γίνεται με την αιγίδα του Δήμου Δέλτα.
«Πρόκειται για ένα φεστιβάλ μοναδικό και πρωτοπόρο στο είδος του, που στοχεύει στην αύξηση της κατανάλωσης ρυζιού στην Ελλάδα, αλλά και στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του καταναλωτή στο ασφαλές, νόστιμο και με υψηλή διατροφική αξία ελληνικό ρύζι» , επισημαίνει η πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζόμυλων Ελλάδας, Γεωργία Κωστηνάκη, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού (ΕΔΟΡΕΛ), επικεφαλής και διευθύνων σύμβουλος της Euricom Hellas AE.
«Ενώσαμε δυνάμεις όλοι οι τομείς του κλάδου, ώστε στο φεστιβάλ ο μοναδικός πρωταγωνιστής να είναι το ελληνικό ρύζι», τόνισε η κα Κωστηνάκη. Πρόσθεσε ότι «προσδοκία όλων είναι η διοργάνωση να γίνει θεσμός στην Θεσσαλονίκη και «κάθε χρόνο να γιορτάζουμε, να γνωρίζουμε, να δοκιμάζουμε το ευλογημένο αυτό προϊόν, Υπογραμμίζοντας τη σημασία της γεωργίας που σέβεται το περιβάλλον, προστατεύει την βιοποικιλότητα και συμβάλει στην υγιεινή διατροφή» ευχαρίστησε όλους τους χορηγούς, τον δήμο Δέλτα και τα βραβευμένα εστιατόρια της πόλης που στηρίζουν το φεστιβάλ ώστε να γίνει πράξη αυτή η γιορτή του Ελληνικού ρυζιού.
«Καλούμε όλους τους πολίτες της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής να έρθουν και να γευτούν το άριστης ποιότητας ελληνικό ρύζι, για το οποίο οι ξένοι πελάτες μας – οι ελληνικές εξαγωγές φθάνουν στο 80% – πληρώνουν και πιο ακριβά αν χρειαστεί», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΟΡΕΛ, Χρήστος Γκατζάρας, επικεφαλής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Α΄Χαλάστρας, από τον οποίο και θα δοθούν 10 τόνοι ρυζιού για τις ανάγκες υλοποίησης της διοργάνωσης.
Το 1ο Φεστιβάλ Ρυζιού, φιλοξενεί και το EU RICE Festival (Φεστιβάλ Βιώσιμης Καλλιέργειας του Ευρωπαϊκού Ρυζιού), που πραγματοποιείται για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος EU RICE, με στόχο να αναδειχθεί η βιώσιμη πτυχή της καλλιέργειας του ρυζιού και να ενημερωθούν οι καταναλωτές για ένα προϊόν που καλλιεργείται και παράγεται σύμφωνα με τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανονισμούς.
Στη μεγάλη γιορτή για ελληνικό ρύζι, βραβευμένα εστιατόρια της πόλης θα έχουν στημένες τις κουζίνες τους στο λιμάνι και οι σεφ θα μαγειρεύουν ζωντανά, πρωτότυπα πιάτα με … πρωταγωνιστή το ρύζι, τα οποία οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να γευτούν, λαμβάνοντας δροσιά από τα απολαυστικά αναψυκτικά και νερά Zagori & Green Cola, αλλά και τις ελληνικές μπύρες Vergina της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης. Η Ελλάδα έχει πάρα πολλά, παραδοσιακά πιάτα με πρωταγωνιστή το ρύζι και αυτά θα πρέπει να προβάλλονται με ακόμη μεγαλύτερη δυναμική, σύμφωνα και με τους διοργανωτές του φεστιβάλ, ώστε τα γεμιστά, όπως οι λαχανοντολμάδες και τα κολοκυθάκια, να παραπέμπουν αυτόματα στη χώρα μας, όπως η παέγια στην Ισπανία και το ριζότο στην Ιταλία.
Το διήμερο Φεστιβάλ θα είναι πλαισιωμένο από πολλές παράλληλες δράσεις για όλες τις ηλικίες. Παιχνίδια για τους μικρούς μας επισκέπτες και διαγωνισμοί για τους μεγάλους από την έμπειρη και δημιουργική ομάδα Lalaland, μουσική επένδυση από τη Liaison Band, παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια από πολιτιστικούς συλλόγους του Δήμου Δέλτα, ομιλίες από ακαδημαϊκούς και εκπροσώπους φορέων και φυσικά μοναδικές γεύσεις αποκλειστικά με ρύζι.
Από το 2025 η ελληνική ορυζοκαλλιέργεια αλλάζει – Έτοιμος ο οδικός χάρτης για το αύριο
«Έχουμε κάνει πράξη την κατάρτιση ενός σχεδίου που θα αλλάξει ριζικά την ελληνική ορυζοκαλλιέργεια και θα τοποθετήσουμε το ελληνικό ρύζι στις πρώτες σειρές της παγκόσμιας ζήτησης», τονίζει η κ. Κωστηνάκη, εκφράζοντας την χαρά και ικανοποίησή της που ο Σύνδεσμος Ορυζόμυλων Ελλάδος, ΕΔΟΡΕΛ, συνεταιρισμοί ρυζιού και η ΕΑΣΘ «δουλεύουμε αδιάκοπα πραγματικά για την σύναψη συνεργιών με εταιρείες σποροπαραγωγής, ώστε να καλλιεργηθούν οι επιθυμητές νέες ποικιλίες που θα πληρούν τις εξής προϋποθέσεις: ποικιλίες που έχουν υψηλή στρεμματική απόδοση, υψηλή βιομηχανική απόδοση και θα ανταποκρίνονται στην εγχώρια και παγκόσμια ζήτηση».
Μάλιστα, όπως διευκρινίζει, «αποτέλεσμα αυτής της καθολικής προσπάθειας είναι ότι φέτος καλλιεργήθηκαν πιλοτικά πάνω από πέντε νέες ποικιλίες ρυζιού που τα μέχρι τώρα αποτελέσματα τους είναι ότι συμβαδίζουν άψογα με την βιοποικιλότητα της χώρας μας και πληρούν απόλυτα τις τρεις βασικές προϋποθέσεις που έχουμε θέσει από κοινού. Αυτό σημαίνει ότι από το 2025 αλλάζει η ελληνική ορυζοκαλλιέργεια», υπογραμμίζει εμφατικά.
Ο ίδιος ωστόσο έσπευσε να προσθέσει, ότι η αλλαγή δεν θα γίνει αν και πάλι όλοι οι φορείς δεν συνεχίσουν να εργάζονται από κοινού και εάν δεν πειστούν οι Έλληνες παραγωγοί ότι πρέπει να καλλιεργήσουν νέες ποικιλίες, ώστε «να απαλλαχθούμε επιτέλους από τις κλασικές ποικιλίες που πεθαίνουν εμπορικά, αλλά και από την καταναγκαστική μονοκαλλιέργεια ρυζιού».
Στο πλαίσιο αυτό, όπως προσθέτει, μέσω της διεπαγγελματικής ρυζιού που είναι το ανώτατο όργανο εκπροσώπησης του κλάδου, έχουν προγραμματιστεί ημερίδες ενημέρωσης για τις νέες ποικιλίες ρυζιού που θα πραγματοποιηθούν σε όλες τις περιοχές που καλλιεργούν το προϊόν και οι οποίες θα αρχίσουν αμέσως μετά το τέλος του αλωνισμού, ήτοι στο τέλος του Οκτωβρίου.
Παραμένει σε φθίνουσα πορεία το ελληνικό ρύζι έχοντας όμως επιβραδύνει ρυθμό
Επιχειρηματολογώντας επί της θέσης για την ανάγκη το ελληνικό ρύζι να γυρίσει σελίδα, η κ. Κωστηνάκη σημειώνει ότι «το ελληνικό ρύζι πρέπει να αλλάξει, ώστε να μην είναι η τελευταία επιλογή, αλλά η πρώτη. Και αυτό δεν θα γίνει αν δεν προσφέρουμε ποικιλίες με εμπορικό ενδιαφέρον και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αυτή η κατεύθυνση είναι μονόδρομος», ξεκαθαρίζει. Άλλωστε, όπως εξήγησε, η πολιτική της ΕΕ δεν θα αλλάξει καθώς «η πλειοψηφία των χωρών που ψηφίζουν και για την τύχη του προϊόντος, δεν είναι παραγωγοί ρυζιού. Αυτό σημαίνει ότι τους ενδιαφέρει ως επί το πλείστον να προμηθεύονται ρύζι με χαμηλό κόστος για να καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωσή τους».
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει ότι «είναι ηλίου φαεινότερο ότι εμείς πρέπει να διαφοροποιηθούμε και να μην προσφέρουμε ρύζι ίδιων χαρακτηριστικών με τους γίγαντες της παγκόσμιας καλλιέργειας ρυζιού γιατί εκ των πραγμάτων θέτουμε αυτόματα τους εαυτούς μας εκτός συναγωνισμού». Αυτό γιατί, όπως εξηγεί, το κόστος καλλιέργειας στις προαναφερόμενες χώρες είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το ελληνικό, ο τρόπος καλλιέργειας δεν έχει πρότυπα ποιότητας όπως αυτά που επιβάλει η ΕΕ στα κράτη μέλη της και οι χώρες αυτές λόγω των τεράστιων ποσοτήτων τους, εφαρμόζουν οικονομίες κλίμακας με αποτέλεσμα να προσφέρουν ρύζι σε πολύ χαμηλές τιμές συγκριτικά με το ελληνικό και ευρωπαϊκό προϊόν.
Επομένως, σύμφωνα με την κ. Κωστηνάκη οι Έλληνες ορυζοκαλλιεργητές, θα πρέπει να φροντίσουν να καλύπτουν καταρχάς την εγχώρια αγορά με ποικιλίες ρυζιού που ικανοποιούν τις παραδοσιακές διατροφικές συνήθειες των πολιτών της χώρας μας, αλλά και τις νέες και σύγχρονες που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Πολύ σημαντικό κατά την ίδια, είναι «να ακολουθήσουμε την ζήτηση ρυζιού από τις χώρες στόχους και να προσφέρουμε και εμείς όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία ρύζι που καλύπτει τις διατροφικές συνήθειες τους».
Εκφράζοντας την αισιοδοξία της για το αύριο του ελληνικού ρυζιού, η ίδια δηλώνει βεβαία ότι «όλα τα προαναφερόμενα θα γίνουν πράξη και θα έχουμε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα από την επόμενη χρονιά με τις νέες ποικιλίες που ξεκίνησαν να καλλιεργούνται στη χώρα μας».
Αυξημένη έως και 15% η φετινή παραγωγή ρυζιού
Αυξημένη σε ποσοστό 10% με 15% αναμένεται η φετινή παραγωγή ρυζιού στην χώρα μας σε σχέση με το 2023 και σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΡΕΛ, Χρήστο Γκατζάρα, τα καλλιεργούμενα στρέμματα υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 2024 τα 250.000-260.000-κάθενα από τα οποία δίνει μέσο όρο 900 κιλά-, έναντι των 225.000 πέρυσι.
Στο νομό Θεσσαλονίκης, κατά τον ίδιο παράγεται το 80% με 85% του ελληνικού ρυζιού επί ελληνικού εδάφους και σήμερα τα αποθέματα στις αποθήκες είναι μηδενικά, όπως επισημαίνει ο ίδιος, διευκρινίζοντας ότι το προϊόν εξάγεται σε ποσοστό άνω του 70% εκφράζει την αισιοδοξία του για τη φετινή χρονιά, λέγοντας ότι οι τιμές πέρυσι κλείσανε σε ικανοποιητικά επίπεδα ήτοι 0,43 ευρώ/κιλό για την ποικιλία ronaldo, 0,54 ευρώ/κιλό για τα μακρύσπερμα και στα 0,70 ευρώ/κιλό για την καρολίνα Gloria. Το ελληνικό ρύζι κατά τον ίδιο εξάγεται σε ποσοστό 40% σε Ιορδανία, Ισραήλ, Λίβανο και Τουρκία και ακολουθούν τα Βαλκάνια και οι χώρες των Ισπανίας, Γαλλίας, Πολωνίας, Ρουμανίας και λίγες ποσότητες στη Γερμανία.
Ερωτηθείς για το εάν οι ορυζοπαραγωγοί έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, ο ίδιος επισημαίνει ότι «όπου καλλιεργείται σήμερα ρύζι στην Ελλάδα υπάρχουν άφθονα νερά για την ώρα» και προσθέτει ωστόσο ότι με τη βελτίωση των έργων υποδομής στην Κεντρική Μακεδονία (εκσυγχρονισμό αρδευτικών δικτύων και δημιουργία νέων), η περιφέρεια και ειδικότερα η Θεσσαλονίκη, η Ημαθία, η Πιερία και η περιοχή των Σερρών δεν θα έχουν ποτέ πρόβλημα με το νερό γιατί βρίσκονται σε μια περιοχή όπου ρέουν ποτάμια – η τάφρος Αλιάκμονα, το φράγμα Αλιάκμονα, το φράγμα του Αξιού και ο Λουδίας, που «είναι ένα στραγγιστικό ποτάμι, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες όλου του κάμπου».
Την καλλιέργεια του ρυζιού, λέγεται ότι την έφεραν στην αρχαία Ελλάδα και τις γύρω περιοχές, στρατιώτες που επέστρεψαν από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ινδία το 334-323 π.Χ. και από εκεί σιγά σιγά απλώθηκε σ’όλη την Ευρώπη και την Β. Αφρική. Άλλοι βέβαια υποστηρίζουν πως ήρθε στην Ευρώπη μέσω της Ισπανίας με την εισβολή των Αράβων.
Στο μεταξύ, μέχρι και τον Μεσαίωνα θεωρούσαν το ρύζι μπαχαρικό από την Ανατολή και το χρησιμοποιούσαν κυρίως σε μορφή άλευρου για να πηχτώσουν τις σούπες, ή για βάση καλλυντικών, συχνά το χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο για διάφορα προβλήματα του εντέρου, ενώ σύντομα προστέθηκε στη διατροφή μαζί με το καλαμπόκι για να αντιμετωπιστεί η πείνα των λαών.