Ένα εξάχρονο παιδί αδυνατεί να σηκώσει το βάρος του εφιάλτη που βλέπει στον ύπνο του κάθε βράδυ. Θέλει να το βγάλει από μέσα του, αλλά στον τόπο του, δεν κάνει να μοιράζεσαι τα κακά όνειρα για να μην «γεμίσουν τα πάντα με αίμα». Έτσι, αποφασίζει να το γράψει και το κάνει σε ένα κομμάτι χαρτί που κόβει από το σημειωματάριο του παππού του. Το παιδί αυτό συνέχισε να γράφει σε όλη του τη ζωή και σήμερα, ακριβώς 50 χρόνια μετά, είναι ένας πολυβραβευμένος συγγραφέας. Ο Georgi Gospodinov βρέθηκε χθες στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντας για φέτος τον κύκλο του προγράμματος «Συγγραφείς του κόσμου ταξιδεύουν στο Μέγαρο».
Η παραπάνω ιστορία ήταν η πρώτη που μοιράστηκε με το κοινό που συγκεντρώθηκε στο φουαγιέ του κεντρικού κτηρίου για να τον γνωρίσει από κοντά, λέγοντας πως η κίνηση εκείνη ήταν «το πιο φανταστικό πράγμα που έκανε ποτέ», αφού χάρη σ’ αυτό, σταμάτησε να βλέπει το τρομακτικό όνειρο -αν και δεν το έχει ξεχάσει έως σήμερα. «Όταν γράφουμε, καταθέτουμε τους φόβους μας πάνω στο χαρτί, αλλά δημιουργούμε μνήμες. Αυτό είναι το τίμημα. Απελευθερώνεσαι μεν από τους φόβους, αλλά τους θυμάσαι για πάντα»», είπε χαρακτηριστικά στη συζήτηση που είχε με την Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, καθηγήτρια πανεπιστημίου και μεταφράστρια πολλών έργων του στα ελληνικά.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης, που διήρκησε μιάμιση ώρα και είχε διερμηνεία από τα βουλγαρικά στα ελληνικά καθώς και στην ελληνική νοηματική γλώσσα, αναφέρθηκε και σε άλλα ορόσημα της παιδικής του ηλικίας: την ποίηση, τη σχέση του έργου του με την Ελλάδα, την οικογένειά του, τη χώρα του και τα καθεστώτα κάτω από τα οποία μεγάλωσε. «Άνθρωποι της γενιάς σου πατάνε με το ένα πόδι στο ένα καθεστώς και με το άλλο στο άλλο. Είναι μια πείρα ζωής που δεν την καταλαβαίνουν άλλες γενιές», του είπε χαρακτηριστικά η κ. Ιωαννίδου και τον ρώτησε πώς περιγράφει αυτά τα γεγονότα στα βιβλία του.
Ο συγγραφέας απάντησε με ένα χιουμοριστικό απόσπασμα από το «Περί φυσικής της μελαγχολίας», που δείχνει πώς οι προσωπικές ιστορίες συνδέονται με τα πολιτικά γεγονότα. «Στην πραγματικότητα όλη μου η εφηβεία μπορεί να περιγραφεί εν συντομία μέσα από την περίπλοκη πολιτική κατάσταση της δεκαετίας του ’80. Πρώτο φιλί μ’ ένα κορίτσι: Πεθαίνει ο Μπρέζινιεφ. Δεύτερο φιλί: Πεθαίνει ο Τσερνιένγκο. Τρίτο φιλί: Πεθαίνει ο Αντρόπωφ. Λες να τους σκοτώνω εγώ; Πρώτη φορά αδέξιο σεξ στο πάρκο: Τσέρνομπιλ. Ακολουθεί μία μακρά περίοδος ημιδιάλυσης.»
Η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου έθεσε επίσης το θέμα της τεράστιας κρίσης που πέρασε η Βουλγαρία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, την οποία -όπως είπε- εμείς κοιτούσαμε από μακριά και δεν φανταζόμασταν ποτέ ότι θα έρθει στην Ελλάδα. «Αυτή η κρίση ήρθε με μία χρονοκαθυστέρηση περίπου 30 ετών και μας χτύπησε πολύ άγρια. Ξαφνικά κατέρρευσαν τα στερεότυπα περί διαφοράς ανάμεσα στη δύση και την ανατολή και είδαμε ότι δεν υπάρχει φτωχός Βούλγαρος και πλούσιος Έλληνας. Ανά πάσα στιγμή οποιοσδήποτε μπορεί να βρεθεί στη θέση του γείτονά του», υπογράμμισε και ρώτησε τον συγγραφέα πώς βίωσε τα χρόνια αυτά.
Αυτός έκανε και πάλι αναφορά σε βιβλίο του, αυτή τη φορά στο «Χρονοκαταφύγιο», όπου υπάρχει ένα σημείο που διαλέγεις την καλύτερη δεκαετία. Ο ίδιος εκτιμά ότι η πιο σημαντική για τη χώρα του είναι η δεκαετία του ’90. «Το 1989 όταν έπεσε το τείχος, εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτό που συνέβη. Ήμουν 21 ετών και θυμάμαι ήταν 3 Νοεμβρίου, είχαμε μαζευτεί όλοι γύρω από την εκκλησία Αλεξάντερ Νιέφσκι στη Σόφια και προσπαθούσαμε να κάνουμε μία πορεία, αλλά δεν ξέραμε πώς, διότι έως τότε δεν το είχαμε κάνει ποτέ. Περπατούσαμε κοιτώντας αριστερά – δεξιά, γιατί είχε πολλούς αστυνομικούς γύρω μας και σχηματίζαμε με τα δάχτυλα το σύμβολο της νίκης, σηκώνοντας το χέρι πολύ …απαλά, δειλά και σε χαμηλό ύψος», είπε κάνοντας το κοινό να γελάσει. «Αυτό δείχνει ότι ουσιαστικά η ελευθερία είναι κάτι που περνάει από το σώμα. Τα σώματά μας δεν είχαν μάθει την ελευθερία, αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται», συμπλήρωσε.
Μάλιστα, οι εκτιμήσεις που έκανε με τους συμφοιτητές του το ’89, για το διάστημα που θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση μέχρι να εξομαλυνθεί και να γίνει η Βουλγαρία μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, έκαναν λόγο για λίγες εβδομάδες, με τις πιο απαισιόδοξες να φτάνουν τους έξι μήνες. «Και περάσανε 35 χρόνια. Τον επόμενο μήνα συμπληρώνονται», κατέληξε ο συγγραφέας.
Ο Georgi Gospodinov είναι ένας από τους πιο μεταφρασμένους Βούλγαρους συγγραφείς μετά το 1989, ενώ συγκαταλέγεται στους πιο εφευρετικούς και τολμηρούς λογοτέχνες της Ευρώπης. Το 2023 κέρδισε το International Booker Prize, το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο στον αγγλόφωνο κόσμο.
Το πρώτο του βιβλίο «Φυσικό μυθιστόρημα» (Ίκαρος, 2020) κυκλοφόρησε το 1999, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες και χαρακτηρίστηκε από το New Yorker ως ένα «πρωτοποριακό-πειραματικό ντεμπούτο». Το δεύτερο μυθιστόρημά του «Περί φυσικής της μελαγχολίας» (Ίκαρος, 2018) κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ άλλων το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2013), το ελβετικό βραβείο Jan Michalski Preis (2016) και το πολωνικό βραβείο Angelus (2019). Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες. Το τρίτο του μυθιστόρημα «Χρονοκαταφύγιο» (Ίκαρος, 2021) κυκλοφόρησε το 2020. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2021) καθώς και με το βραβείο Strega Europeo (2021).
Στα έργα του αγγίζει πολλά θέματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ο κηπουρός κι ο θάνατος», που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα την άνοιξη, μιλά για το θάνατο. Συγκεκριμένα αναφέρεται στον θάνατο του δικού του πατέρα και μένει στο γεγονός ότι «όταν πεθαίνουν γονείς μας, ουσιαστικά μας μαθαίνουν πώς πεθαίνεις, αφού καμιά επιστήμη δεν το κάνει αυτό, όλες μας μαθαίνουν πώς να ζήσουμε».
Μετά το τέλος της συζήτησης, ο Georgi Gospodinov υπέγραψε βιβλία του στο αναγνωστικό κοινό, με τους οποίους έχει ούτως ή άλλως μία ιδιαίτερη σύνδεση μέσω των βιβλίων του, χωρίς καν να γνωρίζονται. «Όταν γράφω ένα βιβλίο, το κάνω το απόγευμα. Ο αναγνώστης το διαβάσει στο δικό του μοναχικό απόγευμα. Οπότε το βιβλίο αυτό είναι συνάντηση δύο μοναξιών», ανέφερε.