Αναδρομή στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές του με βασικές πηγές και προσωπικές μαρτυρίες.
Πριν από 75 χρόνια, το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1949, ανακοινώθηκε από το ραδιοσταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας η λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων από πλευράς του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι μέχρι τότε εμφύλιες εχθροπραξίες (1946-1949) είχαν στοιχίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες άτομα που ανήκαν και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Στο πλαίσιο της σχετικής προκήρυξης που είχε εκδώσει η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), διευκρινιζόταν ότι η λήξη των εχθροπραξιών δεν σήμαινε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας καταθέτει τα όπλα.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δεκατρία χρόνια και να φθάσουμε στις 23 Ιουλίου 1962, ώστε να συνοδευτεί η προαναφερθείσα παύση των επιχειρήσεων στο στρατιωτικό πεδίο από τη λήξη του Εμφυλίου και σε δικαιικό επίπεδο — τότε υπεγράφη το σχετικό νομοθετικό διάταγμα 4234 από το βασιλιά Παύλο. Στο διαβόητο Εμφύλιο ήταν αφιερωμένο ένα δισέλιδο άρθρο του Ταχυδρόμου που είχε κυκλοφορήσει στις 12 Μαΐου 1977. Ο Μαθιόπουλος είχε ταξιδέψει στην τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία ως ειδικός απεσταλμένος του Ταχυδρόμου , προκειμένου να συναντηθεί με κυβερνητικούς και μη παράγοντες που είχαν ζήσει τα δραματικά γεγονότα της εν λόγω περιόδου.
Ένας από τους συνομιλητές του Μαθιόπουλου ήταν ο Σβέτοζαρ Μπουκμάνοβιτς — Τέμπο, στενός συνεργάτης του στρατάρχη Τίτο, προέδρου της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τέμπο, τότε ένας 65χρονος συνταξιούχος, υπήρξε ο σύνδεσμος των Γιουγκοσλάβων με το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, αργότερα δε διετέλεσε αρχηγός των γιουγκοσλαβικών ενόπλων δυνάμεων, υπουργός και αντιπρόεδρος της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ο Μαθιόπουλος συζήτησε μαζί του — παρουσία και της γυναίκας του, άλλοτε αντάρτισσας — για την Κατοχή και τον Εμφύλιο στην Ελλάδα. Με διαυγέστατη μνήμη ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια, ο Τέμπο είχε αποκαλύψει ότι ο Στάλιν ήταν αντίθετος στον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας του ’46-’49.
Θα με ρωτήσετε, αφού προβλέπαμε την ήττα και το τέλος της σύρραξης του ’46-’49, γιατί αναμιχτήκαμε σ’ αυτήν. Βοηθήσαμε με όλα τα μέσα, γιατί αυτό μας επέβαλλε το καθήκον μας. Ξέραμε πως ο αγώνας δεν είχε καμιά ελπίδα, αλλά η συναίσθηση αλληλεγγύης μας επέβαλλε τη συμπαράσταση.