Η έρευνα αναδεικνύει την επιδείνωση των καταναλωτικών δυνατοτήτων από την ακρίβεια. Η ακρίβεια έχει εδραιωθεί ως η κύρια ανησυχία των πολιτών στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα. Μάλιστα, γίνεται αντιληπτή όχι πλέον ως εισαγόμενο πρόβλημα αλλά ως ζήτημα δομικού χαρακτήρα, που επιτείνει το αίσθημα της υλικής και ψυχολογικής επισφάλειας σε μια εποχή επάλληλων κρίσεων.
Η έρευνα πεδίου διεξήχθη από τις 10 έως τις 16 Οκτωβρίου σε πανελλαδικό δείγμα 1007 ατόμων ηλικίας 17 ετών και άνω.
Στην πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης για το ζήτημα της ακρίβειας και του κόστους ζωής, της Metron Analysis, παρουσιάζονται οι πολλαπλές πτυχές της οικονομικής ζωής, που σχετίζονται με την αντιλαμβανόμενη αύξηση του κόστους ζωής σε βασικά αγαθά όπως η ενέργεια, η στέγαση, αλλά και υγεία, παιδεία, αναψυχή. Στο ερώτημα αν η χώρα μας αυτή την περίοδο κινείται προς τη σωστή ή προς τη λάθος κατεύθυνση, το 75% απαντά προς τη λάθος, με ποσοστό που συνεχώς αυξάνεται από τον Ιανουάριο του 2024.
Με τον ορίζοντα των οικονομικών προσδοκιών να στενεύει, πάνω από 2 στους 3 εκτιμούν ότι οι καταναλωτικές τους δυνατότητες έχουν χειροτερέψει.
Για τους περισσότερους ερωτηθέντες, αυτό που βαραίνει περισσότερο είναι οι καθημερινές δαπάνες παρά οι μηνιαίοι λογαριασμοί. Ανάμεσα στις δαπάνες της καθημερινότητας, οι πλέον επιβαρυντικές είναι και οι πιο ανελαστικές (σούπερ μάρκετ, μετακινήσεις, ιατρικά έξοδα), ενώ λιγότερο επιβαρυντικές θεωρούνται αυτές που αφορούν τη διασκέδαση και την αναψυχή.
Η ιεράρχηση της βαρύτητας των δαπανών παραμένει ίδια, και εάν εστιάσουμε μόνο σε όσους αφορά η κάθε δαπάνη. Στις τακτικές/μηνιαίες δαπάνες, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι σαφώς η πιο επιβαρυντική δαπάνη. Μαζί με την τηλεφωνία και το νερό, είναι οι τακτικές δαπάνες που αφορούν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού.
Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους ενδιαφερόμενους για κάθε δαπάνη, ο λογαριασμός του ρεύματος παραμένει η σημαντικότερη επιβάρυνση, ενώ ακολουθούν οι ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης και στέγασης (ενοίκιο, στεγαστικό δάνειο).
Στο άμεσο μέλλον, η προοπτική είναι κατά βάση ο περιορισμός δαπανών (ένδυση/υπόδηση, σούπερ μάρκετ, θέρμανση/ψύξη, διασκέδαση, διακοπές) ή η διατήρησή τους στα ίδια επίπεδα (μετακινήσεις, υγεία, παιδεία, στέγαση).
Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι είτε οριακά τα βγάζουν πέρα είτε ότι τα χρήματα τελειώνουν προτού τελειώσει ο μήνας. Σχεδόν 9 στους 10 δηλώνουν ότι τα φέρνουν βόλτα ίσα ίσα και ότι τα λεφτά τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας.
Οι προσδοκίες παρέμβασης για τη συγκράτηση του πληθωρισμού αφορούν πρωτίστως την κυβέρνηση και δευτερευόντως την Ε.Ε. ή τις επιχειρήσεις.
Η ισχυρή δημόσια/κρατική παρέμβαση θεωρείται σαφώς περισσότερο αναγκαία από την αυτορρύθμιση της αγοράς σε ποσοστό άνω του 80%.
Τελικά, οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές και η απαισιοδοξία επικρατεί, καθώς σχεδόν 2 στους 3 εκτιμούν ότι η αύξηση του πληθωρισμού δεν θα σταματήσει εδώ.
Από την έρευνα γίνεται αντιληπτό ότι οι καταναλωτικές δυνατότητες θεωρούνται ότι έχουν επιδεινωθεί. Σε μια σειρά βασικών δαπανών, η τάση είναι ο περιορισμός ή έστω η συγκράτησή τους. Για τη μεγάλη πλειονότητα, το ισοζύγιο εισοδημάτων και δαπανών είναι οριακό μέσα στον μήνα.
Στο διά ταύτα, λοιπόν, και σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, προκύπτουν ορισμένα σημεία που αξίζει να συγκρατηθούν: η απαισιοδοξία παραμένει κυρίαρχη και στο επίπεδο της κατανάλωσης, επιτείνοντας την αίσθηση ενός ορίζοντα χαμηλών προσδοκιών συνολικά για τη χώρα, σε μια κρίσιμη καμπή για την οικονομία και για το πολιτικό σύστημα.
Στο πεδίο της ακρίβειας φαίνεται να προκύπτει ως ζητούμενο η παρέμβαση πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο –αφού το πρόβλημα θεωρείται εγγενές και όχι εισαγόμενο– και συμπληρωματικά σε επίπεδο Ε.Ε. Μερίδιο ευθύνης αποδίδεται στην αγορά, χωρίς να υπάρχουν προσδοκίες από την αυτορρύθμισή της, ούτε όμως από ένα οργανωμένο καταναλωτικό κίνημα στην κοινωνία πολιτών, αλλά τελικά από μια ισχυρή δημόσια/κρατική παρέμβαση ρύθμισης της αγοράς για τη μείωση των τιμών των αγαθών.