Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί για τις πιέσεις στα εισοδήματα και τους κινδύνους από κυβερνοεπιθέσεις που πλήττουν την οικονομία.
Την κατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τους παράγοντες που τη θέτουν σε κίνδυνο παρουσιάζει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), εκφράζοντας συγκρατημένη ικανοποίηση για την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, αλλά αναδεικνύοντας και προβληματικά σημεία, ειδικά όσον αφορά τη δυνατότητα των νοικοκυριών να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Ο πληθωρισμός περιορίζει τον πραγματικό προϋπολογισμό των νοικοκυριών που πληρώνουν τόκους για δάνεια.
Ενδιαφέρον προκαλεί εξάλλου η αναφορά της ΤτΕ στην αύξηση των ανοιγμάτων ξένων τραπεζών (κυρίως γερμανικών, βρετανικών και γαλλικών) στην Ελλάδα κατά 3 δισ. ευρώ ή 13,7% το α εξάμηνο του 2024 (από την αρχή του έτους), κυρίως μέσω του δανεισμού επιχειρήσεων. Για το 2024, η ΤτΕ εκτιμά ότι ο πραγματικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα ανέλθει σε 2,2%, ενώ η ανάπτυξη για το 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,5%. Ωστόσο, η ανοδική αυτή πορεία κινδυνεύει από μια σειρά παραγόντων, όπως είναι οι γεωπολιτικές κρίσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, οι αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, ένας χαμηλότερος ρυθμός εκταμίευσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Ειδικότερα, η ΤτΕ αναφέρει για:
Εισοδήματα: Παρά τους καλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2,2% το α τρίμηνο του 2024, επηρεάζοντας αρνητικά τη δυνατότητά τους να αποπληρώσουν υφιστάμενα και νέα δάνεια. Αυτή η μείωση αποτυπώνει την επίμονη αύξηση των τιμών, καθώς το ονομαστικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,1% την ίδια περίοδο. Οι καταθέσεις των νοικοκυριών ανέρχονταν τον Αύγουστο του 2024 σε 146,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 200 εκατ. (0,1%) από τον Δεκέμβριο του 2023.
Ακίνητα: Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να παρουσιάζουν αύξηση, με αυτές των διαμερισμάτων να είναι κατά 9,2% υψηλότερες το β τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει να αναπτύσσεται κατά το επόμενο διάστημα, όμως το αυξημένο κόστος κατασκευής και τα υψηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να φρενάρουν αυτή την τάση μεσοπρόθεσμα.
Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, οι περισσότερες εκταμιεύσεις (96,9%) προορίζονται για αγορά οικιστικού ακινήτου για ιδιοκατοίκηση. Το 45% των δανείων χορηγείται με σταθερό επιτόκιο, ενώ η μέση διάρκεια δανείου κατά την έγκριση είναι 24,3 έτη. Το 73% των δανείων έχει χορηγηθεί με αυστηρά κριτήρια και επομένως θεωρείται ασφαλές.
Νοικοκυριά: Η ζήτηση των καταναλωτικών δανείων συνεχίζεται να αυξάνεται, με τον όγκο τους να μεγεθύνεται κατά 5,8% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο. Αντίθετα, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια βαίνει μειούμενη, αν και ο ρυθμός της μείωσης επιβραδύνεται από τις αρχές του 2023, κυρίως λόγω του κυβερνητικού προγράμματος Σπίτι μου. Από τον Ιούνιο του 2022 μέχρι τον Αύγουστο του 2024, το μέσο επιτόκιο για τα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 229 μονάδες βάσης (μ.β.), από 3,88% στο 6,17%. Το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανάται για την αποπληρωμή τόκων διαμορφώνεται γύρω στο 3,2%, με το μεγαλύτερο τμήμα να αφορά καταναλωτικά δάνεια.
Κόκκινα δάνεια: Το α εξάμηνο του 2024, ο δείκτης κόκκινων δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών αυξήθηκε στο 6,9%, καθώς δημιουργήθηκαν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια 576 εκατ. ευρώ από την αρχή του έτους μέχρι τον Ιούνιο 2024. Η επιδείνωση αυτή οφείλεται στην ενσωμάτωση συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Η ΤτΕ επισημαίνει ότι, ακόμα κι αν ο δείκτης ΜΕΔ αναμένεται να βρεθεί κάτω από το 3% μέχρι το τέλος του έτους με το πρόγραμμα Ηρακλής, η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία.
Τράπεζες: Η ΤτΕ δίνει ιδιαίτερη προσοχή στους κινδύνους που διατρέχουν οι τράπεζες από δάνεια για επαγγελματικά ακίνητα σε επιχειρήσεις, καθώς και από κυβερνοεπιθέσεις, οι οποίες έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά την πανδημία. Η κερδοφορία των τραπεζών, με τα κέρδη του α εξαμήνου του 2024 να είναι κατά 400 εκατ. ευρώ υψηλότερα από την αντίστοιχη περίοδο του 2023, είναι αποτέλεσμα της αύξησης των εσόδων από τόκους.