Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες, καθιστώντας το το πιο ζεστό σε βάθος σαρανταετίας σύμφωνα με μελέτη ερευνητών τριών πανεπιστημίων της χώρας, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Μελετώντας δεδομένα από δορυφορικές παρατηρήσεις από το 1982 και έπειτα, διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2024 σημειώθηκαν οι θερμότερες συνθήκες τα τελευταία σαράντα χρόνια σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου, του Ιονίου και του Κρητικού Πελάγους.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ερευνητής του τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Βασίλης Κολοβογιάννης, ένα από τα ανησυχητικά ευρήματα είναι ότι η αύξηση της θερμοκρασίας δεν είναι μόνο επιφανειακή αλλά εκτείνεται σε βάθος. Αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας εκτείνεται σε βάθος, που σημαίνει ότι υπάρχει ένα συσσωρευτικό φαινόμενο, με τις υψηλές θερμοκρασίες να επεκτείνονται σε βάθη 50 μέτρων σε ορισμένες περιοχές.
Ταυτόχρονα, ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της μελέτης είναι η διάρκεια της έντασης των θαλάσσιων καυσώνων που εμφανίστηκαν το φετινό καλοκαίρι. Ειδικότερα, στο Βόρειο Αιγαίο καταγράφηκαν έντονοι και μεγάλης διάρκειας θαλάσσιοι καύσωνες μέχρι τον Αύγουστο του 2024.
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, επισημαίνει ότι η θερμοκρασία έφτασε μέχρι και τους 30 βαθμούς Κελσίου σε ορισμένες περιοχές. «Η αυξητική τάση είναι πιο έντονη στο Βόρειο Αιγαίο, σε μικρότερες περιοχές του Ιονίου και σε περιοχές των Δωδεκανήσων, με το Βόρειο Αιγαίο και τον Θερμαϊκό να παρουσιάζουν τις υψηλότερες τάσεις», τονίζει.
Ο κ. Κολοβογιάννης προσθέτει ότι, αν και τα επεισόδια θαλάσσιων καυσώνων δεν ήταν τα περισσότερα που έχουν υπάρξει, η ένταση και η διάρκεια τους ήταν πιο σημαντικές. Αναφερόμενος στις επιπτώσεις, τονίζει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας έχει επηρεάσει την παραγωγή μυδιών στον Θερμαϊκό Κόλπο, προκαλώντας σοβαρές οικονομικές απώλειες.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν την ανάγκη για περισσότερους σταθμούς παρακολούθησης, καθώς η υποδομή που υπάρχει είναι περιορισμένη. Η μελέτη προέκυψε από τη συνεργασία ερευνητών του Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ και του ΔΠΘ.
Η ολοκληρωμένη έρευνα είναι διαθέσιμη στον σύνδεσμο (https://www.mdpi.com/2077-1312/12/11/2020).