Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αναγνωρίζεται ως το πιο διαδεδομένο σύνδρομο περιφερικής νευροπάθειας, που αφορά περίπου το 4-5% του γενικού πληθυσμού. Προτιμά κυρίως γυναίκες ηλικίας 40-70 ετών, κυρίως λόγω του ορμονικού τους προφίλ και του τρόπου εργασίας τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αιτιολογία παραμένει ασαφής, αν και παράγοντες όπως ο ήπιος σακχαρώδης διαβήτης, ρευματικά νοσήματα, λοιμώξεις και τραύματα μπορεί να συμβάλουν στην εμφάνισή του. «Για αυτό το λόγο, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθές», δηλώνει ο διευθυντής του Α Ορθοπαιδικού Τμήματος στο Ασκληπιείο Βούλας και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Επανορθωτικής Μικροχειρουργικής Άκρας Χειρός, Χαράλαμπος Ντινόπουλος.
Όπως αναφέρει ο διακεκριμένος χειρουργός-ορθοπεδικός, το μέσο νεύρο του καρπού, όταν πιέζεται, προκαλεί μουδιάσματα κυρίως στα τρία πρώτα δάχτυλα και ενόχληση στο χέρι. Συχνά, οι ασθενείς παραπονιούνται ότι ξυπνούν τη νύχτα και νιώθουν την ανάγκη να «τινάξουν» ή να τρίψουν το χέρι τους. Η διάγνωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα γίνεται από τα συμπτώματα που περιγράφουν οι ασθενείς, την κλινική εξέταση και σε ορισμένες περιπτώσεις, μέσω ηλεκτροφυσιολογικού ελέγχου. Η θεραπεία κυμαίνεται από φαρμακευτική αγωγή έως χειρουργική παρέμβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.
Εάν η συντηρητική αγωγή αποτύχει και τα συμπτώματα επιμένουν, ο κ. Ντινόπουλος αναφέρει ότι «σε αυτή την περίπτωση αποφασίζεται η χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία έχει τρεις τρόπους εφαρμογής: την ανοιχτή κλασσική επέμβαση, την ανοιχτή επέμβαση με μικρότερη τομή και τον ενδοσκοπικό τρόπο, που προσφέρει ταχύτερη ανάρρωση». Κάθε περιστατικό αξιολογείται ξεχωριστά, με βάση τις ιδιαιτερότητές του, για να καθοριστεί η καταλληλότερη μέθοδος παρέμβασης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ