«Κορίτσι ήρθα εδώ. Είχα ξεκινήσει να εργάζομαι νωρίτερα, από το ’77, στην Τρικολάν, και εδώ ήρθα το 1982-1983. Ήμασταν νέες τότε και μπορούσαμε να δουλέψουμε κι ας ήταν σκληρή η δουλειά. Ήταν καλά τα χρόνια». Η Αρετή Ζαφείρκου στέκεται μπροστά στην ογκώδη, πρασινωπή μηχανή κλωστοϋφαντουργίας, που φιγουράρει ως ένα από τα βασικά εκθέματα στο Κέντρο Βιομηχανικής Κληρονομιάς – ΕΡΙΑ της Νάουσας, και αφηγείται στιγμές της ζωής της ως εργάτρια στον κλάδο της εριουργίας· έναν κλάδο της βιομηχανίας που έφτασε στο απόγειο κάποιες δεκαετίες πριν στη μακεδονική αυτή πόλη και η πτώση του έμελλε να αλλάξει άρδην το οικονομικο-κοινωνικό τοπίο της περιοχής.
Το Κέντρο Βιομηχανικής Κληρονομιάς – ΕΡΙΑ και η μόνιμη έκθεση «Ιστορίας Νήματα. Η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας στη Νάουσα» στεγάζονται στο πρώην βιομηχανικό συγκρότημα της εταιρείας ΕΡΙΑ και μετέπειτα τμήμα της γνωστής ΒΕΤΛΑΝΣ, στο απώτερο ανατολικό άκρο της Αράπιτσας πάνω στη νότια όχθη του ποταμού. Η δημιουργία του Κέντρου, όπως είχε επισημανθεί κατά τα εγκαίνιά του κάποια χρόνια πριν, αποτελεί το τέλος μιας διαδρομής που έχει αφετηρία το 1960, όταν η εταιρεία ΕΡΙΑ εξαγοράστηκε από τη ΒΕΤΛΑΝΣ ΝΑΟΥΣΑ Α.Ε. των Γρηγόρη και Γιάννη Λαναρά και Πέτρου Καράτζια. Από το 1960 έως το 1990 το κτίριο του πρώην ΕΡΙΑ αποτελούσε τα βαφεία της επιχείρησης του εργοστασίου της ΒΕΤΛΑΝΣ, που παρήγαγε τις γνωστές κουβέρτες «Βέτλανς Νάουσα».
«Εγώ ήμουν απέναντι, στο υφαντουργείο, στους πάγκους, εκεί που γινόταν η κλωστή» εξιστορεί η κ. Ζαφείρκου, καθώς τα χέρια της κινούνται σχεδόν μηχανικά πάνω στη μηχανή, ξαναζωντανεύοντας έστω και για λίγο το παρελθόν. «Από το λανάρι, μετά το παίρναμε στην κουβαρίστρα και γινόταν η κλωστή. Ύστερα τα έπαιρναν από εκεί και τα πήγαιναν επάνω, στα αργαλειά. Εκεί δεν ξέρω, δεν πήγα να δουλέψω […] Άμα κοβότανε το νήμα έπρεπε να τρέχεις οχτώ ώρες. Αν δεν κοβόταν ήταν καλά» συνεχίζει την αφήγηση, καθώς το βλέμμα της ταξιδεύει στον χώρο. Αναπολεί με νοσταλγία το παρελθόν, αυτό της ακμής της εριουργίας, που υπήρξε ο πυλώνας της βιομηχανικής ανάπτυξης της Νάουσας για πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, οι αλλαγές στην οικονομία και την αγορά, καθώς και η αποβιομηχάνιση της περιοχής, οδήγησαν στο κλείσιμο των μεγάλων εργοστασίων επιφέροντας τον μαρασμό.
Από την άνοδο στην πτώση
«Προβιομηχανικά, προκαπιταλιστικά, η Νάουσα ήταν φημισμένη για την κλωστοϋφαντουργία της, κυρίως την εριουργία της. Οι ναουσαίικες βιοτεχνίες – οικοτεχνίες παρήγαν βαριά, τσόχινα, μάλλινα υφάσματα και τα πουλούσαν μέχρι και την κεντρική Ευρώπη. Το 1874-’75, τρεις πρωτοπόροι βιομήχανοι, ο Κύρτσης, ο Τρουπάλης και ο Λόγγος θα ιδρύσουν το πρώτο βαμβακοκλωστήριο της Νάουσας, αξιοποιώντας τις υδατοπτώσεις της περιοχής. Από αυτά τα κλωστήρια βάμβακος, προήλθαν σιγά σιγά και άλλες εταιρείες – κλωστήρια, ενώ το 1907, με χρήματα Θεσσαλονικιών και Ναουσαίων κεφαλαιούχων, ιδρύεται μια εριουργία πολύ σύγχρονη, που κυρίως παρήγε χακί μάλλινο ύφασμα για τον τουρκικό στρατό. Μετά την απελευθέρωση, βέβαια, αυτό το χακί ύφασμα πήγε στον ελληνικό στρατό» εξιστορεί ο Γιώργος Μάλλιος, δρ. Κλασικής Αρχαιολογίας – ξεναγός.
Συμπληρώνει πως η εριουργία της Νάουσας, σε βιομηχανικό πλέον επίπεδο κορυφώνεται με την ίδρυση του εργοστασίου Λαναρά και Κύρτση. «Ήδη ο Λαναράς είχε ένα πολύ μικρότερο εριουργείο στις όχθες της Αράπιτσας. Αυτά τα εργοστάσια πλαισιώνονται από άλλες επενδύσεις Ναουσαίων κεφαλαιούχων στην πόλη της Βέροιας, στην πόλη της Έδεσσας και βέβαια στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή, ήδη πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχει μια κρίση στη βιομηχανία, η οποία στο τέλος, αλλά και αργότερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα φέρει το κλείσιμο των εργοστασίων αυτών».
Το πρώην βιομηχανικό συγκρότημα της ΕΡΙΑ, το εργοστάσιο της οποίας σχεδίασε ο Ξενοφώντας Παιονίδης, βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον «Πολυχώρο Πολιτισμού Χρήστος Λαναράς». «Το οικόπεδο ανήκε στη ναουσαίικη οικογένεια Λαμνίδη. Πλούσιοι Ναουσαίοι, έμποροι, κεφαλαιούχοι. Αυτοί συγκεντρώνουν κεφάλαια από Θεσσαλονικιούς κεφαλαιούχους και ιδρύεται το εργοστάσιο στην περιοχή αυτή της Αράπιτσας. Δυστυχώς το εργοστάσιο θα καεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και στη συνέχεια θα επαναχρησιμοποιηθεί με διάφορες παρεμβάσεις. Η τελευταία αποκατάσταση, η οποία το απέδωσε σε πολιτιστική χρήση, είναι του Αλέκου Οικονόμου, του τοπικού αρχιτέκτονα, ο οποίος σχεδίασε την καινούργια του χρήση για πολιτιστικούς σκοπούς» εξηγεί ο κ. Μάλλιος.
Το νήμα της μικροϊστορίας που «πλέκει» τη συλλογική μνήμη
Η έκθεση «Ιστορίας Νήματα. Η βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας στη Νάουσα» παρουσιάζει τη βιομηχανική ιστορία της κλωστοϋφαντουργίας της πόλης, αναδεικνύοντας όλα τα μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς της, δηλαδή τα εργοστάσια και τις παραγωγικές διαδικασίες, τον ρόλο και τη λειτουργία των μηχανών αλλά και την οργάνωση της εργασίας. Η έκθεση άνοιξε τις πόρτες της το 2021 και όπως εξηγεί ο Δημήτρης Πάζος, υπάλληλος του Τμήματος Πολιτισμού του Δήμου Νάουσας, «ήταν ένα παιδί της πανδημίας, διότι υλοποιήθηκε μέσα στις καραντίνες και μέσα στα περιοριστικά μέτρα».
Δύο είναι οι βασικοί αφηγηματικοί της άξονες: οι διάφορες εκφάνσεις της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης ως τον Μεσοπόλεμο και οι πρόσφατες μνήμες των ανθρώπων της. Συγκεκριμένα, η έκθεση επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τη συλλογική μνήμη μέσω μικροϊστοριών. «Είναι μία έκθεση κυρίως ανθρωποκεντρική καθώς αφορά όχι μόνο την ιστορία των εργοστασίων αλλά και την ίδια τη ζωή των εργαζομένων μέσα στη Νάουσα.» επισημαίνει ο κ. Πάζος.
«Έκλεισαν τα εργοστάσια και ορφανέψαμε όλοι»
Η έκθεση αρχίζει με την ενότητα της εγκατάλειψης, με άμεση αναφορά στο σήμερα των εργοστασίων. Τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνουν οι εργάτριες και εργάτες με τις συνεκδοχικές ενότητες: «έπρεπε να δουλέψουμε», «εμείς οι εργάτες και ο νέος μας κόσμος», «και πού δεν δουλέψαμε», «εμείς οι εργάτες δουλέψαμε στο εργοστάσιο». Ακολουθούν οι ενότητες «από το βαμβάκι και το μαλλί παράγουμε περίφημα προϊόντα» και «εγώ και το μηχάνημά μου». Η έκθεση κλείνει με τις «μνήμες ανθρώπων», των πρωταγωνιστών της άλλοτε κραταιάς εριουργίας της περιοχής. Οι αφηγήσεις αυτές είναι άλλοτε διάχυτες ευγνωμοσύνη για όσα κατάφεραν κάποιοι στη ζωή τους χάρη στην εκεί εργασία τους και άλλοτε αντικατοπτρίζουν τη σκληρή δουλειά στη φάμπρικα.
Το τέλος ήταν για όλους επώδυνο. «Όταν έκλεισε το εργοστάσιο αισθανθήκαμε θλίψη. Απέραντη θλίψη… Γιατί δουλέψαμε, φάγαμε ψωμί από εδώ, κάναμε ένσημα, γι’ αυτό και έχουμε και μια σύνταξη» λέει η κ. Ζαφείρκου. «Με στεναχωρεί που η Νάουσα έχει χάσει αυτό το κομμάτι. Γιατί θα έφευγα εγώ, θα έρχονταν τα παιδιά» προσθέτει. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία: «Εγώ νιώθω σαν ορφανός. Σαν να πέθανε ο πατέρας μου και η μάνα μου κι έμεινα ορφανός, έτσι ένιωθα, έκλεισαν τα εργοστάσια και ορφανέψαμε όλοι».
Η ιστορία της εριουργίας στη Νάουσα είναι μια αναπόσπαστη συνιστώσα της ιστορίας της πόλης και του συλλογικού της θυμικού, και το Κέντρο Βιομηχανικής Κληρονομιάς – ΕΡΙΑ με τη μόνιμη έκθεσή του είναι ο θεματοφύλακας αυτής της σπουδαίας κληρονομιάς. Γι’ αυτό και μια περιήγηση στον χώρο είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον επισκέπτη της Νάουσας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ