Η Γερμανία αντιδρά στις αυξήσεις των αμυντικών δαπανών και προτιμά διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στην Ουκρανία. Αν και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU-CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) δεν έχουν ακόμη σχηματίσει κυβέρνηση, έχουν ήδη συμφωνήσει στη χαλάρωση του φρένου χρέους προκειμένου να ενισχυθεί το γερμανικό οπλοστάσιο, καθώς και στη δημιουργία ειδικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία δεν γίνεται δεκτή θετικά από τον γερμανικό λαό. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Χριστιανοδημοκράτες, με επικεφαλής τον υποψήφιο καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, χάνουν έδαφος έναντι της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Η ανησυχία του κόσμου για την κατεύθυνση της γερμανικής πολιτικής εντείνεται, καθώς αυξάνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις πρόσφατες εκλογές, που οδήγησαν σε μια συμφωνία του CDU-CSU και του συνασπισμού SPD-Πρασίνων για απεριόριστες αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες. Η μεταβολή αυτή, που περιλαμβάνει την απενεργοποίηση του συνταγματικού φρένου χρέους που εισήχθη το 2009, έχει προκαλέσει αντιδράσεις.
Η κατάσταση επιδεινώνεται καθώς κόμματα που αντιτίθενται σε αυτές τις δαπάνες, όπως το AfD, βλέπουν τις θέσεις τους να ενισχύονται, εκφράζοντας μια στήριξη για διαπραγματεύσεις με σκοπό τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Τα κόμματα που προβάλλουν τη διατήρηση των δαπανών για την άμυνα υποχωρούν καθώς οι πολίτες επιλέγουν την ειρηνική επίλυση.
Ο Μερτς, ο οποίος είχε προηγουμένως απορρίψει τη λήψη χρέους για δημόσιες δαπάνες, έχει αλλάξει στάση, αποδεχόμενος τη στρατηγική των Αλλαγών Εποχής που διακήρυξε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς το 2022. Η στήριξή του στη χρηματοδότηση 100 δισ. ευρώ για την άμυνα έχει προκαλέσει την απογοήτευση ψηφοφόρων του CDU-CSU που αντιτίθενται σε νέα δημόσια χρέη. Όπως επισημαίνει η Μόλι Ονιλ, η μεταστροφή του Μερτς στο δημοσιονομικό ζήτημα εκλαμβάνεται ως προδοσία του προεκλογικού του προγράμματος.
Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα για το AfD, που εκφράζει τη λαϊκή επιθυμία για εναλλακτικές λύσεις στην τρέχουσα πολιτική. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Ebert, το 59% των Γερμανών ανησυχεί για τις συνέπειες του πολέμου και το 53% τάσσεται υπέρ διαπραγματεύσεων, έστω και αν αυτό σημαίνει παραχωρήσεις. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η γερμανική κοινωνία εξακολουθεί να προτιμά μια προσέγγιση που θέτει πρώτα την εθνική ασφάλεια και την ειρηνική συμφιλίωση.
Καθώς οι απόψεις για την ασφάλεια και τη στρατηγική διακυβέρνησης εξελίσσονται, είναι εμφανές ότι η αναγκαιότητα για διπλωματικές επαφές με τη Ρωσία και τον έλεγχο των εξοπλισμών παραμένει σε πρώτο πλάνο για την εξασφάλιση της σταθερότητας στην περιοχή.
Πηγή περιεχομένου: in.gr