Σε μια εποχή που οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους ανθρώπους – είτε ιδεολογικές, είτε θρησκευτικές, είτε κοινωνικές – μοιάζουν να βαθαίνουν, το Πάσχα λειτουργεί ως μια σιωπηλή, κοινά αποδεκτή ευκαιρία ομόνοιας.
Λέξεις: Κωνσταντίνος-Ραφαήλ Πάγκαλος
Η πένθιμη Μεγάλη Εβδομάδα δεν αφορά μόνο τους Χριστιανούς. Είναι επτά ημέρες που όλοι μας αναλογιζόμαστε τα πεπραγμένα, θυμόμαστε τους ανθρώπους μας και ερχόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον.
Για πολλούς, η Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη περνούν σχεδόν αδιάφορες. Από τη Μεγάλη Πέμπτη, όμως, ξεκινά η κορύφωση ενός τριήμερου κατάνυξης. Οι αναπαραστάσεις κατά τη διάρκεια των ακολουθιών έχουν τη δύναμη να συγκινήσουν ακόμα και τους πιο απαθείς, εκείνους που ίσως βρέθηκαν στον ναό από περιέργεια ή συνοδεύοντας κάποιον δικό τους.
Η όψη του Εσταυρωμένου, ο μεγαλοπρεπής σταυρός, οι ήχοι του σφυριού που χτυπούν τα καρφιά και οι σιγανές ψαλμωδίες διεγείρουν τις αισθήσεις και δημιουργούν ένα χάος συναισθημάτων, στο οποίο, θέλεις δεν θέλεις, γίνεσαι μέρος. Μάρτυρας του Θείου Πάθους.

Το αποκορύφωμα έρχεται τη Μεγάλη Παρασκευή. Το πρωί, η Αποκαθήλωση, το βράδυ η Περιφορά του Επιταφίου. Από το προηγούμενο βράδυ, μεγάλοι και παιδιά ξενυχτούν για να στολίσουν τον Επιτάφιο, που θα διασχίσει τις γειτονιές, υπό την συνοδεία ύμνων και πλήθους πιστών που περιμένουν υπομονετικά να γονατίσουν και να περάσουν από κάτω. Η πορεία της περιφοράς ξυπνά μνήμες από το παρελθόν, ό,τι χάσαμε και όποιους αποχαιρετήσαμε. Είναι μια στιγμή που, κατά παράδοση, δεν τη βιώνουμε μόνοι, αλλά πορευόμαστε μαζί με όλους τους κεκοιμημένους.

Όσοι παρακολουθήσουν την Ακολουθία της Αποκαθήλωσης θα δουν την κατάβαση του Χριστού από τον Σταυρό, την κάλυψή του με το λευκό πέπλο και την τοποθέτησή του στον «τάφο», ανάμεσα σε πολύχρωμα πέταλα και αρώματα που πλημμυρίζουν τον χώρο του ναού. Όλα προετοιμάζουν τη μεγάλη στιγμή της Ανάστασης.

Ακόμα και αν δεν παρακολουθήσουμε ολόκληρη την Αναστάσιμη Λειτουργία, οι περισσότεροι θα βρεθούμε στην εκκλησία το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Θα σταθούμε δίπλα σε αγαπημένους μας, περιμένοντας υπομονετικά το «Χριστός Ανέστη» από τα χείλη του ιερέα, ανταποδίδοντας με το «Αληθώς Ανέστη». Μια φράση που, πέρα από το χριστιανικό της βάθος, κρύβει την προσδοκία για φως, για αισιοδοξία, για υπέρβαση των δυσκολιών της στιγμής. Υπό τη λάμψη του Αγίου Φωτός, στην άκρη του φυτιλιού της λαμπάδας μας, γινόμαστε μάρτυρες μιας παράδοσης που κρατά δύο χιλιετίες.
Θα τσουγκρίσουμε τα αυγά μας και τα ποτήρια μας, θα φάμε τη μαγειρίτσα, και το μεσημέρι της Κυριακής θα ψήσουμε στη σχάρα – ή στη σούβλα – ό,τι λιμπιστήκαμε τη Σαρακοστή. Θα ανταμώσουμε με φίλους και συγγενείς και θα ακούσουμε με όρεξη τις ίδιες ιστορίες, όπως κάθε χρόνο, σα να είναι η πρώτη φορά.

Το Πάσχα ως μια παράδοση που υπερβαίνει το δόγμα
Το ιδιαίτερο με αυτή την περίοδο δεν είναι μόνο το θρησκευτικό της περιεχόμενο, αλλά η κοινωνική της διάσταση. Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Αναστάσιμο βράδυ μετατρέπονται σε μια κοινή εμπειρία, όπου πιστοί και άπιστοι, θρησκευόμενοι και αδιάφοροι, συμμετέχουν – άλλοι ενεργά, άλλοι σιωπηλά – σε μια παράδοση που υπερβαίνει το δόγμα και λειτουργεί ως κοινωνικός συνδετικός κρίκος.
Είναι μια σπάνια στιγμή όπου οι θρησκευτικές πρακτικές και τα συλλογικά βιώματα λειτουργούν ως μέσο κοινωνικής συνοχής. Άνθρωποι που πιθανώς να μην έχουν καμία θεολογική ή μεταφυσική αναζήτηση, νιώθουν την ανάγκη να βρεθούν στη λαμπαδηφορία της Ανάστασης, να σταθούν δίπλα στους δικούς τους, να ανταλλάξουν το «Χριστός Ανέστη». Όχι τόσο ως θρησκευτική διακήρυξη, αλλά ως μια ανθρώπινη υπενθύμιση ότι σε κάποιες στιγμές είμαστε όλοι κομμάτι του ίδιου συνόλου.
Η παράδοση γίνεται έτσι εργαλείο αλληλεγγύης και συντροφικότητας. Ο Επιτάφιος που περνά από κάθε γειτονιά, οι λαμπάδες που ανάβουν στη σειρά, οι ψαλμοί που αντηχούν στα σοκάκια, δημιουργούν μια αίσθηση συλλογικής μνήμης και κοινής εμπειρίας. Δεν έχει σημασία αν κάποιος πιστεύει ή όχι· το ίδιο το τελετουργικό έχει τη δύναμη να εμπεριέχει όλους, κάνοντας την κοινωνία, έστω και για λίγο, ένα ενιαίο σώμα.
Το Πάσχα αποδεικνύει πως οι παραδόσεις, ακόμα και αν έχουν θρησκευτική καταγωγή, μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρες. Όχι γιατί απαιτούν πίστη, αλλά γιατί προσφέρουν κοινά σημεία αναφοράς σε έναν κόσμο που συχνά μοιάζει να μας απομονώνει.