Αυξανόμενες εμπορικές συνεργασίες αναδύονται παγκοσμίως, ενισχύοντας δεσμούς μεταξύ χωρών ερήμην των ΗΠΑ. Ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών εμπορικών εταίρων και γεωπολιτικών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, προχωρούν σε εμπορικές συμφωνίες που ενδυναμώνουν τις οικονομικές τους σχέσεις παρά την απουσία της Ουάσιγκτον από τις διαπραγματεύσεις.
Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το τελευταίο δίμηνο, υπέγραψε τρεις σημαντικές εμπορικές συνεργασίες, ενώ η Κίνα εντείνει τις προσπάθειές της να διαμορφώσει ένα ισχυρό εμπορικό μπλοκ στη Νοτιοανατολική Ασία. Η τάση αυτή για ανασυγκρότηση του διεθνούς εμπορίου προϋπήρχε της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και καταδεικνύει την ανάγκη των κρατών να προσαρμοστούν σε νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες.
Τον Δεκέμβριο, το ευρωπαϊκό οικονομικό και νομισματικό μπλοκ ολοκλήρωσε διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει πριν από 25 χρόνια με χώρες της Νότιας Αμερικής, οδηγώντας σε μια σημαντική συμφωνία που δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες ζώνες εμπορίου παγκοσμίως, που αφορά 850 εκατομμύρια καταναλωτές, σύμφωνα με τον αρθρογράφο των New York Times, Πατρίτσια Κοέν. Λίγο αργότερα, η ΕΕ υπέγραψε και μια εμπορική συμφωνία με την Ελβετία, ενώ οι Βρυξέλλες ενίσχυσαν τους εμπορικούς δεσμούς με το Μεξικό και ολοκλήρωσαν μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τη Μαλαισία.
Η στρατηγική της ΕΕ, σύμφωνα με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είναι ξεκάθαρη: οι συμφωνίες της Ευρώπης είναι διαφανείς και δεν περιέχουν κρυφές πλευρές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, άλλες χώρες επίσης σχηματίζουν συμμαχίες και εμπορικά μπλοκ, όπως η πρόσφατη ένταξη της Ινδονησίας στην οικονομική συνεργασία των BRICS, το οποίο τώρα αντιπροσωπεύει το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού και πάνω από 40% της παγκόσμιας οικονομίας.
Καθώς οι παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις αναδιαρθρώνονται, οι ηγέτες διαφορετικών χωρών, όπως αυτοί της ASEAN και του Συμβουλίου Συνεργασίας του Περσικού Κόλπου, συνεχίζουν να αναζητούν νέες ευκαιρίες συνεργασίας, ακολουθώντας τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και την πολιτική προστατευτισμού της Ουάσιγκτον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr