Μία προσωρινή ζωή, μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι μας

Μία προσωρινή ζωή, μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι μας

Αναλογισμοί πρόσφυγων και η επιθυμία επιστροφής στο σπίτι τους στην Κύπρο, 51 χρόνια μετά την εισβολή. Είναι μια ηλιόλουστη απογευματινή στιγμή στην Μόρφου, με την άνοιξη να διαδέχεται την ψυχρή χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα. Η Μάρω χτυπά το κουδούνι και η οικοδέσποινα ανοίγει την πόρτα. «Καλησπέρα. Μπορούμε να μπούμε να δει η κόρη μου το σπίτι της;» λέει η Μάρω στα αγγλικά. Η απάντηση είναι τυπική: «Μπορείτε να μπείτε στο σαλόνι, αλλά στα δωμάτια δεν μπορείτε να πάτε, κοιμάται ο γιος μου.» Η δυσφορία είναι προφανής. Είναι η δεύτερη φορά που ελληνοκύπριοι χτυπούν την πόρτα για να δουν το σπίτι τους, σε μια συνθήκη όπου η επιθυμία για επιστροφή συνδυάζεται με την αναγκαστική αίσθηση του ξένου.

Η χρονιά είναι 2004 και οι πρόσφυγες, ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι, αγωνίζονται να δουν τα σπίτια τους. Θέλουν να επαναφέρουν στη μνήμη τους αναμνήσεις και αισθήσεις από το παρελθόν. «Μπαίνουν σαν ξένοι στα σπίτια τους, προσπαθώντας να διαπιστώσουν αν τα πράγματά τους είναι στη θέση τους ή αν η ζωή τους έχει αλλοιωθεί.» Αυτή η νοσταλγία και η απουσία της οικειότητας τους κατακλύζει καθώς αναζητούν αποδείξεις ότι οι αναμνήσεις τους είναι ακόμη ζωντανές.

Η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι είναι βαριά, και οι εντάσεις κλιμακώνονται. Η Μάρω, αναμένοντας να δει τι έχει απομείνει από την περιουσία της, επιχειρεί να εισβάλει σε χώρους που έχουν γίνει ξένοι γι’ αυτήν. «Δεν είναι αυτά τα έπιπλα μας. Λείπουν και τα ασημικά της γιαγιάς σου.» Τα έπιπλα και οι αναμνήσεις είναι μόνο κάποια από τα θύματα της κατοχής. Η αφήγηση, σε αγγλικά και ελληνικά, απευθύνεται και στη νέα οικοδέσποινα, εντείνοντας την ψυχική δυσφορία.

Στο προσκήνιο των συναισθημάτων, η επιθυμία επιστροφής γίνεται όλο και πιο έντονη. Κάθε χρονιά που η Μάρω επισκέπτεται τη Μόρφου, απομακρύνεται από τη φυσική επαφή με το σπίτι της. «Κάθε φορά περνάω απ’ έξω. Δεν έχω χτυπήσει ποτέ ξανά το κουδούνι.» Η ελπίδα για επιστροφή και η αναζήτηση της χαμένης οικειότητας επηρεάζουν τον ψυχισμό των προσφύγων, ακόμη και 51 χρόνια μετά την εισβολή. Οι σκέψεις της Μάρω συνυφαίνονται με μνήμες που δεν βίωσε ποτέ και ερωτήματα για το πώς θα ήταν αν δεν είχαν αναγκαστεί να φύγουν.

Η προσπάθεια διατήρησης των αναμνήσεων είναι κεντρική. Η επιθυμία να «θυμούνται με δανεικές αναμνήσεις» ενισχύει την προσμονή τους για επιστροφή. Σε έναν κόσμο όπου τα γεγονότα δεν διαγράφηκαν ποτέ, οι πρόσφυγες συνεχίζουν να ζουν με την ελπίδα της επιστροφής, όπως φαίνεται να είναι η μοιραία τους αναγκαιότητα.

Πηγή περιεχομένου: in.gr

Loading

Play