Η επιστολή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα σε ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο παραμένει ανοιχτό παρά τις πρόσφατες προσπάθειες συνεννόησης ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις.
Στο κέντρο μιας νέας ενεργειακής αντιπαράθεσης βρίσκεται το μεγαλεπήβολο έργο του ηλεκτρικού καλωδίου Great Sea Interconnector (GSI), η διασύνδεση που στοχεύει να ενώσει ενεργειακά την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ. Η αφορμή δόθηκε από μια επιστολή του ΑΔΜΗΕ προς τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ), η οποία προκάλεσε νέο κύμα αντιδράσεων στη Λευκωσία και κινητοποίησε άμεσα τον κυβερνητικό μηχανισμό στην Αθήνα.
Με την επιστολή αυτή, ο ελληνικός Διαχειριστής ζητά την αναγνώριση των πραγματικών εξόδων που έχει ήδη πραγματοποιήσει για το έργο — μια κίνηση που λειτούργησε ως σπίθα σε ένα περιβάλλον ήδη εύθραυστο μετά τις τελευταίες προσπάθειες επαναπροσέγγισης των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο ΑΔΜΗΕ έχει μέχρι στιγμής δαπανήσει περίπου 250 εκατ. ευρώ, ενώ η ΡΑΕΚ αναγνωρίζει μόνο 82 εκατ. ευρώ. Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι η επιστολή κατατέθηκε στο πλαίσιο των θεσμικών διαδικασιών και αφορά την τεκμηρίωση των επενδυτικών στοιχείων του έργου. Αντίθετα, η κυπριακή πλευρά εξέλαβε την ενέργεια αυτή ως αμφισβήτηση του συμφωνημένου πλαισίου πληρωμών, το οποίο προβλέπει ετήσια συνεισφορά 25 εκατ. ευρώ, ποσό που λειτουργεί ως ανώτατο όριο καταβολών.
Η εξέλιξη οδήγησε σε έκτακτη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού και της ηγεσίας του υπουργείου Ενέργειας, καθώς και της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ. Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν η αξιολόγηση των γεγονότων και ο συντονισμός των ενεργειών ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω όξυνση.
Στη Λευκωσία, η δημοσιοποίηση της επιστολής προκάλεσε κινητοποίηση κυβερνητικών παραγόντων και δημόσιες τοποθετήσεις για την ανάγκη διαφάνειας και συνέχειας του έργου. Κυπριακές πηγές ανέφεραν ότι το θέμα αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία έγκρισης των δαπανών από τη ΡΑΕΚ, η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα και αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι το ζήτημα δεν επηρεάζει τη διακρατική συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου.
Η νέα αυτή εμπλοκή καταγράφεται λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Χριστοδουλίδη στη Νέα Υόρκη, όπου είχε επιβεβαιωθεί η κοινή δέσμευση των δύο κυβερνήσεων για την προώθηση του GSI. Η πρόσφατη αναταραχή καταδεικνύει ότι, παρά τη διακηρυγμένη πολιτική στήριξη, παραμένουν ανοιχτά τα ζητήματα που αφορούν τον καταμερισμό κόστους και τον μηχανισμό πληρωμών.
Το έργο Great Sea Interconnector έχει χαρακτηριστεί Έργο Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCI), καθώς στοχεύει στη διασύνδεση των ηλεκτρικών δικτύων Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Με την ολοκλήρωσή του, η Κύπρος θα παύσει να αποτελεί τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα χωρίς ηλεκτρική σύνδεση με το ηπειρωτικό σύστημα, γεγονός που εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού και θα μειώσει το ενεργειακό κόστος.
Η απόφαση της ΡΑΕΚ να αναγνωρίσει προς το παρόν μόνο μέρος των εξόδων και να επανεξετάσει το υπόλοιπο μετά το 2030 δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες ως προς τη χρηματοοικονομική παρακολούθηση του έργου. Η πλευρά του ΑΔΜΗΕ επιδιώκει την πλήρη αποτύπωση των επενδύσεων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, ώστε να εξασφαλιστεί η συνέπεια των διαδικασιών και η ομαλή ροή των εργασιών.
Αν δούμε την υπόθεση ψύχραιμα, το βέλτιστο βήμα για να ξεμπλοκάρει η κατάσταση γύρω από το Great Sea Interconnector είναι να επανέλθει το ζήτημα στο θεσμικό και τεχνικό του επίπεδο — εκεί όπου πραγματικά ανήκει — και να αποσυνδεθεί από πολιτικές δηλώσεις και επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Πηγή: dnews.gr