Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διακήρυξε από το βήμα της Ολομέλειας ότι η χώρα στέκεται «όρθια και περήφανη» και ότι διαθέτει «ποιοτική υπεροχή» έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου.
Στη συζήτηση στη Βουλή για τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, που διεξήχθη με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού, η πραγματικότητα παραμερίστηκε για να προβληθεί ένα success story που δεν πείθει παρά μόνο την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό γιατί η εξωτερική πολιτική που ασκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάσχει από τρεις «πληγές». Αυτές είναι η έλλειψη στρατηγικού βάθους, ο ετεροκαθορισμός και η επικοινωνιακή διπλωματία χωρίς σαφές εθνικό πρόσημο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διακήρυξε από το βήμα της Ολομέλειας ότι η χώρα στέκεται «όρθια και περήφανη» και ότι διαθέτει «ποιοτική υπεροχή» έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου. Όμως, στην πράξη, η Ελλάδα μοιάζει περισσότερο με θεατή των γεωπολιτικών εξελίξεων παρά με γεωπολιτικό «παίκτη». Ειδικά στο κρίσιμο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η πολιτική της «ήρεμης δύναμης» που προβάλλει η κυβέρνηση εξελίσσεται σε… πολιτική αδράνειας.
Από την «εθνική αυτοπεποίθηση» στην πολιτική των χαμηλών προσδοκιών
Η μείωση των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου είναι ασφαλώς θετική, αλλά δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως στρατηγική επιτυχία, όταν συνοδεύεται από σιγή στα θέματα εθνικής κυριαρχίας που η Τουρκία συνεχίζει να εργαλειοποιεί. Ούτε μπορεί να θεωρείται επιτυχία το γεγονός ότι δεν έχει (ακόμη) υπάρξει κρίση, όταν η Άγκυρα διατηρεί και επικαλείται το casus belli αμφισβητώντας τη νομιμότητα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός όσων εκφράζουν ανησυχίες ως «ψευτοπατριώτες» συνιστά απαξίωση του πολιτικού διαλόγου και υπονομεύει κάθε έννοια εθνικής συναίνεσης στα κρίσιμα ζητήματα.
Επίσης, η εξωτερική πολιτική δεν είναι δημόσιες σχέσεις με «χαμηλό πολιτικό ρίσκο». Για παράδειγμα η κυβέρνηση επιλέγει την ασφάλεια των διεθνών διαδρόμων, των συνόδων κορυφής και των γεωπολιτικών ευθυγραμμίσεων, αποφεύγοντας να αναλάβει πρωτοβουλίες που ενέχουν ρίσκο ή να θέσει σαφή εθνικά αιτήματα στο τραπέζι. Όσον αφορά στα Βαλκάνια, ενώ δηλώνει ότι υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των δυτικών Βαλκανίων, μοιάζει να έχει αποδεχτεί παθητικά τις εξελίξεις, χωρίς να διεκδικεί ρυθμιστικό ρόλο ή να αξιοποιεί τον γεωπολιτικό της πλεονέκτημα. Στο δε Κυπριακό, η Αθήνα σιωπά μπροστά στα σχέδια που προωθεί η Άγκυρα. Την ίδια ώρα στην Ανατολική Μεσόγειο, η μονότονη επανάληψη της ρητορικής περί «διεθνούς δικαίου» δεν συνοδεύεται από χειροπιαστές διπλωματικές πρωτοβουλίες. Ούτε υπάρχει ενεργή πίεση για συμφωνίες θαλάσσιων ζωνών με γειτονικές χώρες, πλην της Αιγύπτου, με την οποία άλλωστε υπογράφηκε μερική οριοθέτηση.
Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν αποτυπώνεται σε έναν σαφή εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά κινείται κατά περίπτωση, ευκαιριακά και αποσπασματικά, με στόχο την αποφυγή εσωτερικών πολιτικών τριγμών και όχι την επίτευξη εθνικών στόχων.
Η διπλωματία δεν είναι πανηγυρική αυτοπροβολή
Όσον αφορά την αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται «σε καφενεία και τηλεοπτικά πάνελ» ήταν εύστοχη ως προς τον στόχο, αλλά βαθιά ειρωνική όταν προέρχεται από μια κυβέρνηση που συστηματικά επικοινωνεί την εξωτερική πολιτική της μέσω non papers, διαρροών και επιλεκτικής προβολής ειδήσεων σε «φιλικά» μέσα ενημέρωσης. Το να επικαλείσαι τη θεσμικότητα που σε «διακρίνει», ενώ οι απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα διακινούνται μέσα από διαρροές, σκόπιμες αοριστίες και επικοινωνιακές «επιτυχίες» χωρίς βάθος και ουσία, ακυρώνει τον πυρήνα της υπεύθυνης διπλωματίας.
Με λίγα λόγια, η Ελλάδα ασκεί εξωτερική πολιτική που δεν αμφισβητεί, δεν απαιτεί και δεν τολμά. Ναι μεν την εμφανίζει ως σοβαρή, μετρημένη και υπεύθυνη. Όμως, η πραγματικότητα δείχνει ότι πρόκειται για μια αμυντική, ετεροκαθορισμένη και ενίοτε φοβική διπλωματία, που περιορίζεται στο να διαχειρίζεται και όχι να σχεδιάζει, να ακολουθεί και όχι να πρωτοστατεί. Μια εξωτερική πολιτική χωρίς στρατηγική πρωτοβουλίας, χωρίς αξιοποίηση της γεωπολιτικής συγκυρίας, χωρίς ενιαίο αφήγημα για τον ρόλο της Ελλάδας στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση η διεθνής εικόνα της χώρας μπορεί να έχει βελτιωθεί επικοινωνιακά, αλλά η ουσία της εθνικής πολιτικής βρίσκεται αλλού: στην ικανότητα να προασπίζεσαι τα συμφέροντά σου με όρους πολιτικής κυριαρχίας, όχι δημοσίων σχέσεων. Όσο η κυβέρνηση αποφεύγει τις δύσκολες αλήθειες και επαναπαύεται στη «διπλωματία των χαμηλών προσδοκιών», τόσο η Ελλάδα θα παραμένει παρούσα μεν, αδρανής δε σε έναν κόσμο που δεν περιμένει κανέναν.