Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας πίσω του όχι απλώς ένα πλούσιο μουσικό έργο, αλλά και ένα προσωπικό και συλλογικό ταξίδι: ένα ιδιότυπο χρονικό της νεότερης Ελλάδας. Η αναγγελία του θανάτου του λειτούργησε σαν σιωπηλό κλείσιμο μιας μεγάλης συναυλίας, όταν τα φώτα σβήνουν και μένει μόνο η αντήχηση.
Μα, όπως συμβαίνει με τους μεγάλους δημιουργούς, τίποτα δεν τελειώνει. Αντίθετα, επανεμφανίζεται με νέες σημασίες. Έτσι, κάποια χρόνια μετά, η τιμητική αναγόρευση του Σαββόπουλου σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2017), φαντάζει πια σαν πρόλογος σε έναν μεγάλο επίλογο. Η ομιλία του γεμάτη εικόνες, υπαινιγμούς και ήπιες εξομολογήσεις μετατρέπεται σήμερα σε ιδιότυπη διαθήκη – και ίσως, στο πιο προσωπικό του τραγούδι.
Στην αίθουσα τελετών του ΑΠΘ, με φωνή σταθερή αλλά με την ψυχή να τρεμοπαίζει, ο Σαββόπουλος ξεκινούσε την ομιλία του με μια απλή παραδοχή: «Κάθε φορά που μου λένε καλά και θερμά λόγια, νομίζω στην αρχή ότι μιλούν για έναν άλλον… και όταν λίγο μετά συνειδητοποιώ ότι τα λένε για μένα, κοντεύω να βάλω τα κλάματα».
Ήταν η φωνή ενός ανθρώπου που, ενώ έγινε θρύλος, δεν ξέχασε ποτέ το παιδί μέσα του. Στον λόγο του δεν υπήρχε τίποτα μεγαλόσχημο, κι όμως είχε βάθος. Ήταν μια μακρά επιστροφή: στα σοκάκια της παιδικής ηλικίας, στα σιωπηλά δειλινά της μεταπολεμικής πόλης, στις πρώτες νότες που πάλλονταν μέσα του, πριν ακόμη βρει τις λέξεις.
Ανασκαλεύει την προφορική μνήμη, όχι για να εκθέσει τραύματα, αλλά για να ανασύρει ρίζες, με έναν λόγο όχι γραμμικό αλλά καθόλα ποιητικό.
Η ομιλία στο ΑΠΘ έφερε τον τίτλο «Η μουσική των λέξεων – Γεννήθηκα στη Σαλονίκη». Ήταν μια τομή στην αφήγησή του: δεν μιλούσε ως τραγουδοποιός αλλά ως ποιητής θα έλεγε κανείς. Όχι με στίχους, αλλά με εικόνες.
Ο Σαββόπουλος υπήρξε ένας δημιουργός που διαμόρφωσε ένα καινούργιο τοπίο στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, με την ξεχωριστή μουσική των λέξεών του.
Η αποδοχή του τιμητικού τίτλου έγινε με ταπεινότητα. Ο Σαββόπουλος έδειχνε να αντιλαμβάνεται το βάρος – όχι ως διάκριση, αλλά ως συλλογική τιμή. Την αποδέχτηκε σεμνυνόμενος, γιατί ένιωθε ότι στο πρόσωπό του τιμάται η τέχνη του τραγουδιού και όλοι εκείνοι που, μέσα στις δεκαετίες, συνέβαλαν να αλλάξει η φυσιογνωμία του και να καθιερωθεί ως αυθεντικός τρόπος πνευματικής έκφρασης.
Κι είναι ακριβώς αυτό που πέτυχε. Να φέρει το τραγούδι από τη σκηνή στον νου και την καρδιά του καθενός. Να ενώσει το έντεχνο με το λαϊκό, το ποιητικό με το πολιτικό, το ατομικό με το εθνικό.
Ο Σαββόπουλος έφυγε. Και μαζί του μια ολόκληρη εποχή. Όμως δεν άφησε πίσω του κενό – άφησε νήματα. Λέξεις, μελωδίες, αφηγήσεις, πρόσωπα, σιωπές. Η ομιλία του στο ΑΠΘ λειτουργεί σήμερα σαν ένα γράμμα που δεν γράφτηκε για να αποχαιρετήσει, αλλά για να μείνει.
Στο τραγούδι θέλουμε να τεντωθούμε μέχρι τον άλλον, να απλωθούμε, να γίνουμε ένα με όλα. Στις λέξεις αυτές δεν υπάρχει ελεγεία. Υπάρχει προτροπή. Ο Σαββόπουλος, μέχρι τέλους, πίστευε ότι η τέχνη πρέπει να αγγίζει, να ενώνει, να χτίζει κοινότητες. Όχι να φυλακίζεται σε κάποιο αρχείο.
Η απονομή του Νόμπελ στη μουσική του Μπομπ Ντύλαν έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη στιγμή, καθώς η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση και η τρομοκρατία γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων. Άλλωστε, η τέχνη είναι η ουσία που μας ενώνει, αναζητώντας πάντα την αλήθεια.
Χίλια ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ